Δευτέρα, 03/09/2012
Δεν ήταν τυχαίο που ξημέρωνε Δευτέρα. Πάντα της άρεσαν οι Δευτέρες,
αισθανόταν πως κάτι καινούριο, κάτι διαφορετικό θα ξεκινήσει με την νέα
εβδομάδα. Καθισμένη στο μπαλκόνι του πατρικού της ώρες, σκεφτόταν και
προσπαθούσε να βρει την ελπίδα στην ζωή της. Καταμεσής της νύχτας κατάλαβε πως
δεν υπάρχει ελπίδα, ούτε διέξοδος. Ο νους της συνέχεια πήγαινε προς την ίδια
κατεύθυνση. Δεν υπήρχε άλλη λύση από το να φύγει. Πόσες φορές είχε σκεφτεί
αυτήν την εναλλακτική και πόσες φορές ακόμα την είχε απορρίψει; Είχε σχεδιάσει
κάθε μικρή λεπτομέρεια της φυγής της, ήταν όλα έτοιμα και την περίμεναν να
πάρει την απόφαση. Πάντα όμως δείλιαζε, το ξανασκέφτονταν και με μισή καρδιά
έπαιρνε την απόφαση να μείνει, να το παλέψει λίγο ακόμα, να εξαντλήσει κάθε
πιθανότητα επιτυχίας.
Το μεγάλο συναισθηματικό δέσιμο που
είχε με τους γονείς της, την κράταγε πίσω, δεν την άφηνε να ανοίξει τα φτερά
της, το καταλάβαινε, αλλά κάθε φορά δεν έπαιρνε την απόφαση να απογαλακτιστεί,
να τους αφήσει πίσω της και να ξεκινήσει να ζει χωρίς την τόσο στενή παρουσία
τους. Πολλές φορές το είχε προσπαθήσει μα πάντα γύρναγε πίσω. Όχι επειδή δεν
ήταν αρκετά δυνατή εκείνη, αλλά επειδή χρειαζόντουσαν την βοήθεια της. Πάντα
την χρειάζονταν, είτε ήταν συναισθηματική, είτε χρηματική. Έπρεπε να σταματήσει
να το κάνει, το ήξερε, με αυτόν τον τρόπο δεν βοηθούσε τον εαυτό της και ούτε
την οικογένεια της ουσιαστικά. Έπρεπε να φύγει.. και ήξερε πολύ καλά που έπρεπε
να πάει!!
Πήρε την απόφαση, άναψε ένα ακόμη
τσιγάρο, έκλεισε τα μάτια της και σκέφτηκε τις επόμενες κινήσεις της. Ένιωσε
το ελαφρύ φθινοπωρινό αεράκι της να χαϊδεύει το πρόσωπο της και
ταυτόχρονα όλοι οι μυς του σώματός της χαλάρωσαν. Αισθάνονταν
ελεύθερη. Απόλαυσε για λίγη ώρα αυτήν την αίσθηση και όταν το τσιγάρο τελείωσε,
σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. Το αίσθημα της χαλάρωσης συνεχίστηκε καθ'
όλη την διάρκεια του μπάνιου της καθώς σκεφτόταν τα όμορφα τοπία του
προορισμού της.
Βγήκε από το μπάνιο και κατευθύνθηκε
προς το πατάρι. Κατέβασε μια μεγάλη βαλίτσα και χωρίς θόρυβο έφτασε στο δωμάτιο
της. Άνοιξε την ντουλάπα της και μετέφερε μερικά από τα ρούχα της στην βαλίτσα.
Δεν χρειάζονταν πολλά, μόνο τα απαραίτητα. Ήξερε πως η ζωή της θα ξεκινούσε από
την αρχή και δεν ήθελε τίποτα από την παλιά της ζωή να της θυμίζει
όσα έζησε και όσα έχασε. Σχεδόν όσα χρειάζονταν χωρούσαν μέσα σε μια βαλίτσα.
Την έκλεισε και κάθισε στο κρεβάτι της
να σκεφτεί τι είχε ξεχάσει. Ήταν σίγουρη πως κάτι της έλλειπε. Είχε σχεδιάσει
στο μυαλό της αυτήν την στιγμή τόσες πολλές φορές που ήταν σίγουρη ότι όλα θα
γινόντουσαν μηχανικά όταν θα έπαιρνε την απόφαση. Πώς ήταν δυνατόν να της είχε
ξεφύγει κάτι και να μην μπορούσε να το θυμηθεί; Άκουσε έναν θόρυβο και κατάλαβε
πως κάποιος στο σπίτι ήταν ξύπνιος. Κοίταξε το ρολόι της και είδε πως η ώρα
ήταν ήδη έξι το πρωί και κατάλαβε πως είχε ξυπνήσει ο πατέρας της. "Πως
πέρασε τόσο γρήγορα η ώρα;", σκέφτηκε και άρχισε να αγχώνεται. Δεν
ένοιωθε έτοιμη να δώσει εξηγήσεις, είχε πολλά πράγματα να κάνει ακόμα, αλλά δεν
είχε άλλη επιλογή. Συνειδητοποίησε πως είχε ακόμα στο σώμα της την πετσέτα του
μπάνιου, σηκώθηκε ντύθηκε και έφτιαξε την τσάντα της. Βγήκε από το δωμάτιο και
κλείδωσε την πόρτα πίσω της. Κανένας δεν έπρεπε να δει ακόμα, κανείς δεν έπρεπε
να καταλάβει και τίποτα δεν έπρεπε να την εμποδίσει.
Μπήκε στο σαλόνι και κοίταξε τον πατέρα
της που έπινε τον πρωινό του καφέ.
"Καλημέρα μπαμπά!" είπε.
"Δεν είναι λίγο νωρίς για εσένα Ζωή μου; Γιατί
σηκώθηκες τόσο πρωί;" ρώτησε ο μπαμπάς της με έναν τόνο αγωνίας στην
φωνή του.
"Ο κόσμος το πρωί μπαμπά λέει καλημέρα, δεν αρχίζει
τις ερωτήσεις", απάντησε προσπαθώντας να αποφύγει την αλήθεια, "να
σου φέρω την εφημερίδα σου απ' έξω;"
"Μα που πας από τώρα;" κοίταξε την
αποθαρρυντική έκφραση της κόρης του και συνέχισε "Ναι κόρη μου, αν μπορείς."
Βγήκε στην αυλή του σπιτιού της και
κατευθύνθηκε προς την έξοδο κοιτώντας τον σκύλο της, ο οποίος δεν αυτήν την
φορά δεν ήρθε να την χαιρετήσει γεμάτος χαρά όπως πάντα. Παραξενεύτηκε αλλά
σκέφτηκε πως δεν θα ήταν ο μόνος που δεν θα του άρεσε αυτή της η απόφαση. Μπήκε
στο αμάξι της και ξεκίνησε. Βγαίνοντας στον κεντρικό θαύμασε τους άδειους
δρόμους της μεγαλούπολης. Λίγες φορές έχει κανείς την ευκαιρία να δει τέτοιο
θέαμα. Υπό άλλες συνθήκες θα έκανε μια βόλτα για να απολαύσει την ηρεμία πριν
ακόμα ξυπνήσει η πόλη και μαζί της το άγχος και το τρέξιμο. Αυτή τη φορά όμως
δεν το έκανε, πήγε κατευθείαν στην τράπεζα, σήκωσε όσα λεφτά χρειάζονταν από
τις οικονομίες της, γέμισε το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου και σταμάτησε σε ένα
περίπτερο. Καθώς αγόρασε την εφημερίδα του πατέρα της, είδε μια στοίβα με
κούτες πιο δίπλα και ξαφνικά θυμήθηκε τι ήταν αυτό που είχε ξεχάσει να πάρει
μαζί της. Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της και ζήτησε από τον
αγουροξυπνημένο περιπτερά μια από αυτές τις κούτες.
Φτάνοντας έξω από το σπίτι της ένιωθε
έτοιμη να αντιμετωπίσει την οικογένεια της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε μέσα
αποφασισμένη να δώσει την μεγάλη της μάχη. Ο πατέρας της την κοίταξε έντρομος
και σχεδόν απογοητευμένος, είχε καταλάβει. "Μπαμπά, χωρίς πολλά λόγια,
πάρε την εφημερίδα σου, πήγαινε ξύπνα την μαμά και πες της πως θέλω να
μιλήσουμε και προσπάθησε τουλάχιστον εσύ να είσαι ψύχραιμος" είπε γεμάτη
αποφασιστικότητα και μπήκε στο δωμάτιο της. Άνοιξε την κούτα και την γέμισε με
όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης. Ήταν δασκάλα και γνώριζε πολύ καλά πως τίποτα
και κανείς δεν θα μπορούσε να την εμποδίσει πλέον από το να εξασκήσει το
επάγγελμα που τόσο αγαπούσε. Έκλεισε την κούτα και πήρε ξανά άλλη μια μεγάλη
ανάσα.
Η θέα των γονιών της να την κοιτούν με
αυτό το λυπημένο και γεμάτο δάκρυα βλέμμα την έκανε να ανατριχιάσει
αλλά δεν άφησε το συναίσθημα αυτό να την εμποδίσει από τον σκοπό της. Πήγε και
έκατσε μπροστά τους και άπλωσε τα χέρια της. Κανείς από τους δύο δεν
ανταποκρίθηκαν στην κίνηση της. Απογοητεύτηκε, δεν περίμενε πως θα καταλάβαιναν
αυτή της την απόφαση, αλλά ήλπιζε σε αυτό μέχρι την τελευταία στιγμή.
"Ξέρετε πολύ καλά για τι θέλω
να μιλήσουμε. Σας αγαπάω πολύ και το ξέρετε, πρέπει όμως να ξεκινήσω την ζωή
μου από την αρχή. Έχω περάσει όπως και εσείς πολλά και όλα όσα έγιναν με πονάνε
όσο και εσάς. Είμαι όμως 28 χρονών και δεν μπορώ να αφήσω την ζωή μου να
περνάει άσκοπα. Δεν μπορώ να συνεχίζω να ζω σε αυτήν την πόλη, σε αυτό το σπίτι
και απλά να θυμάμαι. Δεν θέλω να συνεχίζω να κάνω μια δουλειά που δεν μου
αρέσει μόνο και μόνο για να μπορώ να συντηρώ την υπάρχουσα κατάσταση εδώ μέσα.
Σας στήριξα πολύ και θα συνεχίζω να το κάνω αλλά από μακριά. Δεν θα σας πω που
πάω, γιατί ξέρετε πολύ καλά τι πρόκειται να συμβεί εάν γνωρίζεται. Αυτή τη φορά
δεν θα με εμποδίσει τίποτα. Μπορώ να διακρίνω τον θυμό στα πρόσωπά σας και αυτό
με στεναχωρεί αφάνταστα. Λυπάμαι που αναγκάζομαι να το κάνω αυτό αλλά δεν έχω
άλλη επιλογή." οι λέξεις βγήκαν από το στόμα της σχεδόν με μια ανάσα.
"Αν σε στεναχωρούσε δεν θα το
έκανες Ζωή, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, για μια ακόμη φορά
σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου, αγνοώντας εμάς που ξέρεις πόσο δύσκολο
είναι να σε χάσουμε και ξεχνώντας την αδερφή σου που επίσης γνωρίζεις ότι θα
της είναι δύσκολο. Αφού το πήρες απόφαση λοιπόν, φύγε, αλλά μην ζητάς από εμάς
να σε στηρίξουμε, γιατί δεν πρόκειται!" ακούστηκε μια βαριά απάντηση.
"Δεν έχω καμία όρεξη ούτε να
μαλώσω ούτε να αποδείξω σε κανέναν ότι δεν σκέφτομαι τον εαυτό μου. Δεν με
χάνετε μαμά, δεν πεθαίνω ούτε πάω στην άλλη άκρη του πλανήτη. Όσο για την Χαρά,
είναι πλέον μεγάλη κοπέλα και μπορεί να ζήσει χωρίς την βοήθεια μου. Θα είμαι
δίπλα της όποτε με χρειαστεί και είμαι σίγουρη πως θα καταλάβει. Όσο για εσάς
πραγματικά δεν ξέρω αν και πότε θα καταλάβετε πόσα πράγματα έχω θυσιάσει για να
είμαι δίπλα σας, αλλά δεν με νοιάζει, εγώ την συνείδηση μου την έχω καθαρή. Θα
σας πω μόνο ένα ακόμα πράγμα και προσπαθήστε να με ακούσετε αυτή τη φορά. Μην
αφήσετε την Χαρά να μαραζώσει εδώ μέσα, εκπληρώνοντας τα δικά σας όνειρα και
τις δικές σας ανάγκες"
"Ζωή καλύτερα να φύγεις πριν
ειπωθούν και άλλες βαριές κουβέντες", είπε ο πατέρας της
προλαβαίνοντας την απάντηση της μαμάς της που μόνο από το ύφος της φαινόταν
όντως βαριά. Η Ζωή σηκώθηκε και στάθηκε όρθια μπροστά τους περιμένοντας να την
αποχαιρετήσουν. Άσκοπα! Καμία κίνηση δεν εκδηλώθηκε και πάλι.
"Θα φύγω να τακτοποιήσω
κάποιες εκκρεμότητες Ίσως όταν γυρίσω να θελήσετε να με χαιρετήσετε.
Πείτε στην Χαρά να με περιμένει, δεν θα αργήσω." είπε και έφυγε αμέσως
από το σπίτι γεμάτη απογοήτευση.
Η αλήθεια είναι πως αυτή η συζήτηση την
πείραξε περισσότερο από ότι φανταζόταν. Ξέσπασε σε λυγμούς, απελευθερώνοντας
όλα αυτά τα συναισθήματα που ένιωσε κατά τη διάρκεια αυτής της τόσο σύντομης,
αλλά δυνατής συζήτησης. Μπήκε στο αμάξι της και κινήθηκε προς την δουλειά της.
Η πόλη πλέον είχε ξυπνήσει, η κίνηση είχε αρχίσει και καθισμένη στο κάθισμα
σκέφτηκε πως ίσως το μόνο κακό της όλης υπόθεσης ήταν ότι η ξαφνική παραίτηση
της θα ήταν πρόβλημα για το αφεντικό της. Ο κύριος Χατζηκοσμάς ήταν ένας από
τους ελάχιστους ανθρώπους που ήταν δίπλα της και την στήριζε πάντα, επομένως θα
ήταν πολύ άδικο για εκείνον να τον αφήσει ξεκρέμαστο χωρίς γραμματέα. Δεν
υπήρχε άλλη λύση όμως, ήλπιζε τουλάχιστον αυτός να καταλάβει.
Φτάνοντας στην δουλειά ανέβηκε
κατευθείαν στον 2ο όροφο, μπήκε στο γραφείο της και άνοιξε τον υπολογιστή της.
Σύνταξε την παραίτηση της εν συντομία και έφτιαξε έναν κατάλογο με όλες τις
εκκρεμότητες που είχε. Ήταν ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να βοηθήσει το
αφεντικό της και την επόμενη γραμματέα του.
"Πως και τόσο πρωινή Ζωή; Καλημέρα!"
ακούστηκε μια φωνή από την πόρτα της.
"Καλημέρα κύριε Κώστα, να σας φέρω τον καφέ σας;"
είπε κοκκινίζοντας λες και την είχε πιάσει το αφεντικό της να κάνει κάτι που
δεν έπρεπε.
"Ποιόν καφέ; Με τέτοιο ύφος θα φτιάξεις καφέ; Έλα
μέσα να μου πεις τι συμβαίνει" ανταποκρίθηκε εκείνος βλέποντας την
ανησυχία στο πρόσωπό της.
"Θα αλλάξω το ύφος μου λοιπόν, θα σας φτιάξω τον
καφέ σας και έρχομαι να τα πούμε" απάντησε ανακουφισμένη. Αυτός ο άνθρωπος
είχε κάτι πάνω του που της έφτιαχνε το κέφι, αλλά αυτή τη φορά για κάποιο λόγο
ένιωθε συγκινημένη. Αφού έφτιαξε τον καφέ, πήρε τα χαρτιά της και πήγε στο
γραφείο του. Κάθισε και προσπάθησε με ήρεμη φωνή να του ανακοινώσει την
παραίτηση της. Δεν τα κατάφερε, το στομάχι της δέθηκε κόμπος και λυγμοί
εμφανίστηκαν στα μάτια της ξανά. Εκείνος σηκώθηκε από την καρέκλα του και
κάθισε απέναντι της, της έπιασε το χέρι και για μια ακόμη φορά αποκρίθηκε όλο
χιούμορ: "Ωραίος τρόπος να ξεκινάς την μέρα του αφεντικού σου μικρή! Θα
μου πεις τι έγινε πάλι ή θα με σκάσεις;" Η Ζωή του έδωσε την παραίτηση
της, ζητώντας του συγνώμη χαμηλόφωνα.
Πίστευε ότι θα την καταλάβαινε και ότι
δεν θα της κρατήσει κακία αλλά σε καμία περίπτωση δεν περίμενε αυτήν την
αντίδραση. Σήκωσε το γεμάτο απορία βλέμμα της και τον κοίταξε που γέλαγε!
Εκείνος αφού σταμάτησε να γελάει της χάιδεψε το κεφάλι της και
σηκώθηκε από την καρέκλα του.
"Αυτό ήταν και με τρόμαξες; Ξέρεις πόσο καιρό
περιμένω αυτή τη μέρα; Σχεδόν από την πρώτη μέρα που σε προσέλαβα. Έλεγα δεν
μπορεί, αυτό το κορίτσι θα υψώσει το ανάστημα της και θα κάνει αυτό
που πρέπει, αλλά εσύ κάθε φορά ερχόσουν πάντα στην ώρα σου και πάντα τέλεια
στην δουλεία σου. Ζωή μου, σε ξέρω από μικρή έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις
σου, αυτή σου η απόφαση μπορεί και να είναι η μοναδική σωστή στη ζωή σου.
Ξέρεις πόσο αγαπάω τους γονείς σου, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχουν το
δικαίωμα να σε κρατάνε πίσω. Μετά τα τελευταία γεγονότα ήμουν σίγουρος ότι θα
το έκανες. Λοιπόν, έλα σταμάτα να κλαις και πες μου, τι θα κάνεις; Θα γυρίσεις
πίσω;"
"Το περιμένατε δηλαδή; Δεν σας απογοητεύω που φεύγω
έτσι τόσο ξαφνικά και σας αφήνω μόνο σας;" αποκρίθηκε έκπληκτη.
"Φυσικά και το περίμενα και φυσικά και δεν με
απογοήτευσες. Μην τα σκέφτεσαι αυτά και πες μου τι θα κάνεις."
απάντησε με έναν τόνο σιγουριάς στην φωνή του.
"Όχι κύριε Κώστα, δεν μπορώ να γυρίσω πίσω μετά από
τόσα χρόνια. Το κεφάλαιο της Θεσσαλονίκης τελείωσε προ πολλού για εμένα και με
όχι ευχάριστο τρόπο. Δεν μπορώ να γυρίσω και να διεκδικήσω πράγματα
που εγκατέλειψα τότε. Μπορεί να μην ήταν δικό μου λάθος, αλλά το αποτέλεσμα
παραμένει το ίδιο. Στο κάτω - κάτω δεν υπάρχει κάτι που να μου ανήκει στην
Θεσσαλονίκη πλέον, μόνο κάτι ευτυχισμένες φοιτητικές αναμνήσεις."
"Φοβάσαι Ζωή μου, γι' αυτό δεν γυρνάς. Δεν θα
προσπαθήσω να σε πείσω για το αντίθετο. Το μόνο που θα σου πω είναι πως όποιος
αγαπάει συγχωρεί. Να μην σταματήσεις στην ζωή σου ποτέ να πιστεύεις στον εαυτό
σου και τον έρωτα. Είναι τα μόνα πράγματα που μπορούν να κουνήσουν ολόκληρο τον
κόσμο. Δεν μου είπες όμως που θα πας!"
"Και δεν θα σας πω κύριε Κώστα, σας ευχαριστώ για
όλη την συμπαράσταση και την πίστη σας προς εμένα, αλλά φοβάμαι πάρα πολύ την
αντίδραση και την επιρροή των γονιών μου προς τους άλλους και δεν θέλω να ξέρει
κανένας που θα είμαι, τουλάχιστον για τον πρώτο καιρό, μέχρι να σταθώ στα πόδια
μου."
"Ήδη στέκεσαι στα πόδια σου, παιδί μου και δεν το
έχεις ακόμα καταλάβει. Είμαι σίγουρος πως όπου και να σαι θα είσαι ευτυχισμένη
και αν ποτέ χρειαστείς την βοήθεια μου ξέρεις που θα με βρεις. Όσο για εμένα
μην ανησυχείς, όπως σου είπα περίμενα να φύγεις και έλαβα τα μέτρα μου. Ελπίζω
πως η φίλη σου θα σταθεί αντάξια στην θέση σου, αν και φοβάμαι λίγο ότι θα με
ζαλίσει λίγο η πολυλογία της! Ώρα να φεύγεις τώρα, πήγαινε να χαιρετήσεις την φίλη
σου και να μαζέψεις τα πράγματα σου. Σε λίγο στο λογιστήριο θα βρίσκεται μια
επιταγή για εσένα. Θα σε βοηθήσει στην καινούρια σου αρχή, δεν θέλω να την
αρνηθείς. Καλή τύχη παιδί μου!" Την αγκάλιασε και της έδωσε ένα σχεδόν
πατρικό φιλί.
"Σας ευχαριστώ πάρα πολύ κύριε Κώστα, θα σας
τηλεφωνήσω όσο πιο σύντομα μπορέσω. Όσο για την Μαρία δεν νομίζω πως έχω την
δύναμη να την χαιρετήσω αυτή τη στιγμή, αυτό είναι ένα γράμμα για εκείνη και
αυτή η λίστα είναι οι εκκρεμότητες που αφήνω" απάντησε συγκινημένη,
δίνοντας του τον φάκελο και την λίστα.
Βγήκε από το γραφείο, μπήκε στο δικό
της, μάζεψε τα λιγοστά πράγματα της και κατευθύνθηκε προς το λογιστήριο.
Βλέποντας την επιταγή, έμεινε έκπληκτη. Τα χρήματα ήταν πολλά και για μια
στιγμή σκέφτηκε να πάει να τον ευχαριστήσει ξανά, αλλά δεν το έκανε. Ήταν
σίγουρη ότι θα της δινόταν ξανά η ευκαιρία κάποια άλλη στιγμή. Έφυγε από το
κτήριο χωρίς να χαιρετήσει κανέναν άλλον. Δεν είχε αντοχές για άλλες
συγκινήσεις και κλάματα. Έπρεπε να πάει σπίτι της και να αντιμετωπίσει για άλλη
μια φορά την οικογένεια της.
Μετά από λίγη ώρα μπήκε στο σπίτι της.
Δεν είδε κανέναν στο σαλόνι. Σκέφτηκε πως είχαν φύγει, πως την τιμωρούσαν, πως
δεν έμειναν να την χαιρετήσουν. Έτρεξε στο δωμάτιο της αδερφής της κλαίγοντας
και το μόνο που βρήκε ήταν ένα σημείωμα για εκείνη:
"Το μόνο που πρόλαβα να κάνω ήταν να σου γράψω αυτό. Την ξέρεις την κατάσταση, εγώ δεν είμαι τόσο δυνατή όσο εσύ, έπρεπε να φύγω μαζί τους. Καλά κάνεις και φεύγεις. Να με παίρνεις τηλέφωνο συχνά και να προσέχεις. Όταν πάρω το πτυχίο μου, σε περιμένω να έρθεις να με πάρεις. Ξέρεις ότι δεν θα το κάνω από μόνη μου. Σ'αγαπώ!"Σταμάτησε να κλαίει, ευτυχώς την καταλάβαινε εκείνη. Έκοψε ένα κομμάτι χαρτί από το ίδιο τετράδιο και της έγραψε ένα γράμμα. Το δίπλωσε και το άφησε πάνω στο κρεβάτι της. Βγήκε από το δωμάτιο πήγε στο δικό της, πήρε τα πράγματα της και έφυγε χωρίς να κοιτάξει ούτε για μια στιγμή πίσω της. Μπήκε στο αυτοκίνητο και έβαλε να παίζει το αγαπημένο της cd. Μετά από λίγη ώρα μπήκε στην Εθνική και επιτάχυνε. Όσο πιο πολλά χιλιόμετρα διένυε, τόσο πιο ελεύθερη ένιωθε!
***
απίθανο!!! συγκινήθηκα πολύ!!! συγχαρητηρια!!
ΑπάντησηΔιαγραφή