Το όνειρο της
διακόπηκε απότομα, ξύπνησε από τον ήχο του κινητού της που την ειδοποιούσε πως
είχε μήνυμα. Σηκώθηκε δυσαρεστημένη και το έψαξε μέσα στην τσάντα της. Ένα
χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της όταν είδε ότι ο αποστολέας ήταν η κολλητή
της και μοναδική φίλη της.
«Θα μπορούσα να
θυμώσω αλλά δεν θα το κάνω. Μου λείπεις ήδη, αλλά χαίρομαι πολύ για την απόφαση
σου. Μην χαθείς. Σ’ αγαπώ.»
Δεν ήθελε να απαντήσει, αλλά ήξερε πως έπρεπε, επομένως
έγραψε μια σύντομη απάντηση: «Είμαι καλά.
Και εγώ σ’ αγαπώ.»
Έξω είχε αρχίσει
να νυχτώνει και οι δείχτες του ρολογιού της έδειχναν ήδη επτά το απόγευμα.
Έπρεπε να συνεχίσει το ταξίδι της. Με γρήγορες κινήσεις, απενεργοποίησε το
κινητό της, ντύθηκε, έπλυνε το πρόσωπό της, πήρε την τσάντα της και βγήκε από
το δωμάτιο. Δεν κοίταξε πίσω της, δεν χρειάζονταν, το όνειρο που είχε δει της
αρκούσε για να θυμηθεί ότι λεπτομέρειες είχε ξεχάσει από την τελευταία νύχτα
που έμεινε σε εκείνο το δωμάτιο ξανά. Πλήρωσε και έφυγε από το ξενοδοχείο
βιαστική. Δεν είχε πολύ χρόνο, ήθελε να φτάσει στα Τρίκαλα όσο πιο γρήγορα
γινόταν.
Ξεκούραστη πια,
ταξίδευε πιο άνετα. Η μουσική ηχούσε στα αυτιά της απαλά και ο αέρας που
έμπαινε από τα παράθυρα ανακάτευε τα μαλλιά της. Δεν την ένοιαζε τι άφηνε πίσω,
δεν ανησυχούσε για τίποτα από το παρελθόν. Σκέφτονταν μόνο τα επόμενα βήματα
της. Ένοιωθε πως είχε την ανάγκη να ηρεμήσει, να ξεκουραστεί, ενώ παράλληλα
ήξερε πολύ καλά πως έπρεπε να δράσει γρήγορα. Είχε πολλές υποχρεώσεις όπως να
βρει σπίτι, δουλειά, να αγοράσει ότι χρειάζονταν και άλλα για να φτιάξει την
νέα της ζωή στην καινούρια της πόλη. Όσο ταξίδευε λοιπόν, τα έβαλε όλα σε τάξη
στο μυαλό της και χωρίς να το καταλάβει η ώρα πέρασε πολύ εύκολα και πλέον είχε
σχεδόν φτάσει.
Μπαίνοντας στην
πόλη και στο εμπορικότερο κομμάτι της, βρήκε μια θέση για το αυτοκίνητο και το
πάρκαρε. Η ώρα ήταν ήδη οκτώ και έπρεπε να βρει ένα ξενοδοχείο για να
διανυκτερεύσει. Πήρε την βαλίτσα της και ξεκίνησε μια μικρή βόλτα στην πόλη με
τα πόδια. Περπατούσε αργά και χάζευε τριγύρω της, τα μαγαζιά και τους
ανθρώπους, όπου πλάι τους και η ίδια ένιωθε ήρεμη. Κατευθύνθηκε προς το ποτάμι
της πόλης και θαύμασε για μια ακόμη φορά την φυσική του ομορφιά. Λίγα μόλις
μέτρα από της όχθες του ποταμού βρίσκονταν το ομώνυμο ξενοδοχείο «Λήθαιον». Αποφάσισε
να περάσει εκεί την νύχτα της, οπότε περπάτησε μέχρι την είσοδό του και
ακολούθησε την ίδια διαδικασία.
Μπήκε σε ένα
δωμάτιο που αυτή τη φορά δεν της θύμιζε τίποτα. Ήταν μικρό, αλλά ταυτόχρονα
άνετο, ζεστό και καθαρό. Το μπαλκόνι έβλεπε στο ποτάμι και της χάριζε την
υπέροχη θέα του. Άνοιξε την βαλίτσα της και έβγαλε από μέσα ότι της
χρειάζονταν. Κουρασμένη από όλη την ημέρα, μπήκε στο μπάνιο, γέμισε την
μπανιέρα με χλιαρό νερό και μπήκε μέσα. Το μπάνιο της ήταν ανακουφιστικό και
ηρεμιστικό. Κατά την διάρκεια του εντυπωσιάστηκε με την απόλυτη χαλάρωση και
ηρεμία που είχε. Από την στιγμή που έφυγε από την Αθήνα αυτά τα συναισθήματα
την κατέκλυσαν αλλά αυτό που της έκανε εντύπωση ήταν ότι όσο περνούσε η ώρα
τόσο πιο χαλαρή αισθάνονταν. Σχεδόν δεν το πίστευε ότι ένας άνθρωπος θα
μπορούσε να ήταν τόσο ήρεμος. Μάλλον δεν το είχε ξανανιώσει ποτέ της. Έμεινε
ώρα έτσι, μέσα στο νερό απολαμβάνοντας την αίσθηση και βγαίνοντας πια ήταν σαν
να είχε επέλθει η κάθαρση.
Κάθισε στο
μπαλκόνι του δωματίου μόνη της, χωρίς να σκέφτεται απολύτως τίποτα. Όλα είχαν
πάρει τον δρόμο τους πλέον. Αγνάντευε την θέα και απλά της χαμογελούσε. Όντως
αυτή η πόλη είχε κάτι το μαγικό, ακόμα και ο αέρας της ήταν τόσο διαφορετικός.
Είχε δίκιο. Τον πίστευε και τότε, αλλά μόνο τώρα καταλάβαινε πραγματικά τα
λόγια του και τις περιγραφές του. Ήταν κοντά του πλέον, τον είχε δίπλα της, τον
ένιωθε πλάι της να χαζεύει και αυτός τη θέα. Ήρεμος, γαλήνιος, όπως πάντα. Με
αυτήν την αίσθηση μετά από πολλή ώρα ξάπλωσε στο κρεβάτι της και κοιμήθηκε για
άλλη μια φορά γαλήνια.
Τρίτη, 04/09/2012
Χωρίς όνειρα
αυτή τη φορά ξύπνησε το ίδιο ήρεμη κοιτάζοντας το δωμάτιο του ξενοδοχείου.
Καλημέρισε τον νέο της εαυτό και σηκώθηκε. Άνοιξε τα παράθυρα και ο καθαρός
αέρας πλημμύρισε το δωμάτιο με μια μυρωδιά πρασίνου, φύσης. Η διάθεση της ήταν
στα ύψη. Ντύθηκε και έφυγε από το ξενοδοχείο γρήγορα, είχε πολλά πράγματα να
κάνει αλλά δεν ήταν καθόλου αγχωμένη. Φαίνεται πως την βοηθούσε το κλίμα της
πόλης. Γύρω της κανείς δεν έτρεχε, σε κανενός το πρόσωπο δεν μπορούσες να
διακρίνεις άγχος και βιασύνη, μόνο ανθρωπιά και χαμόγελο. Δεν ήταν επειδή δεν
είχαν προβλήματα, φυσικά και είχαν, απλά ήξεραν να τα αντιμετωπίζουν πιο
αισιόδοξα και πιο ευχάριστα. Χαμογέλασε και αυτή λοιπόν και ξεκίνησε τις
δουλειές της.
Πρώτη της στάση ήταν ένα περίπτερο. Τα
τσιγάρα της, η εφημερίδα και το καινούριο νούμερο κινητού πήραν την δική τους
θέση στην τσάντα της. Στη συνέχεια μπήκε σε ένα βιβλιοπωλείο, ζήτησε από τον
υπάλληλο να την αφήσει να δακτυλογραφήσει ένα κείμενο στον υπολογιστή, έτσι
ώστε να το εκτυπώσει μετά. Δεκάδες αντίγραφα της ίδιας αγγελίας έκαναν την
εμφάνιση τους στον εκτυπωτή μετά από λίγο. Προμηθεύτηκε ότι άλλο χρειάζονταν
και έφυγε χαμογελώντας και ευχαριστώντας τον εξυπηρετικότατο υπάλληλο. Συνέχισε
την βόλτα της στην πόλη τοιχοκολλώντας την αγγελία της στα κεντρικότερα σημεία.
Ο μήνας είχε ήδη μπει και γνώριζε πως το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνει ήταν
να βρει δουλειά. Σύντομα, αν όχι ήδη οι γονείς θα έψαχναν δασκάλες για τα παιδιά
τους και έπρεπε να προλάβει.
Σχεδόν αμέσως
και εύκολα εγκλιματίστηκε στην πόλη, η βόλτα την βοήθησε να εξερευνήσει σχεδόν
όλο το κέντρο της. Γύρισε στο ξενοδοχείο μετά από ώρες, αρκετά κουρασμένη, αλλά
δεν την ένοιαζε. Ενεργοποίησε το νέο της νούμερο στο κινητό και το άφησε
ανοιχτό. Κάθισε ξανά στο μπαλκόνι της παρέα με την εφημερίδα και σημείωνε για
πολλή ώρα ότι αγγελία σπιτιού ή δουλειάς την ενδιέφερε. Ήταν απίστευτο πόσο
εύκολα πέρναγε η ώρα. Κάποια στιγμή κουράστηκε και σταματώντας κατάλαβε ότι
πείναγε. Δεν θυμόταν καν από πότε είχε να φάει. Μάζεψε τα πράγματα της από το
μπαλκόνι και έφυγε ξανά κατευθυνόμενη σε ένα όμορφο ταβερνάκι που είχε δει στον
δρόμο της το πρωί.
Αφού κάθισε και
απήλαυσε το γεύμα της παρατηρώντας τους υπόλοιπους πελάτες γύρω της. Εντύπωση
της έκανε η οικογένεια που ήταν στα δεξιά της. Ένα ζευγάρι με ένα πανέμορφο
κοριτσάκι μόλις είχε τελειώσει το φαγητό του και συζητούσαν ήρεμα. Όχι ακριβώς
ασυναίσθητα, η Ζωή άκουσε την συζήτηση τους. Η μικρή γκρίνιαζε στους
γονείς της και εκείνοι προσπαθούσαν να την καθησυχάσουν. Το κύριο θέμα ήταν ότι
η μικρή ανησυχούσε για το καινούριο της σχολείο. Η Ζωή δεν μπορούσε να
σταματήσει να παρατηρεί το παιδί, όπως έκανε με όλα τα παιδιά. Τα αγαπούσε τόσο
και άρπαζε κάθε ευκαιρία να τα μαθαίνει. Αυτή τη φορά όμως η μικρή το κατάλαβε.
Την κοίταξε έντονα, σηκώθηκε από το τραπέζι της σε μια στιγμή που οι γονείς
συζητούσαν μεταξύ τους, πήγε και στάθηκε μπροστά της και την κοίταξε στα μάτια
με ένα εξερευνητικό βλέμμα για λίγα δευτερόλεπτα.
«Θα τους πεις πως έχω δίκιο; Είσαι καλή
κυρία το βλέπω, πες τους να μην με αλλάξουν σχολείο σε παρακαλώ. Δεν με
νοιάζει για τους φίλου μου, δεν έχω έτσι και αλλιώς, αλλά δεν θέλω να αλλάξω
δασκάλα» της είπε η μικρή με έναν τόνο
αγωνίας στην φωνή της. Δίστασε να απαντήσει, τα έχασε για μια στιγμή και
ταυτόχρονα η μαμά του κοριτσιού από το δίπλα τραπέζι την φώναξε να γυρίσει στην
θέση της. Η Ζωή όσο έβλεπε το παιδί να φεύγει απογοητευμένο, ένιωθε όλο και πιο
άσχημα.
Σκέφτηκε για
μερικά δευτερόλεπτα το συμβάν και έπειτα σηκώθηκε από την θέση της και πήγε
δίπλα της.
«Καλησπέρα σας,
ονομάζομαι Ζωή Δόση» απευθύνθηκε στους
γονείς γεμάτη αυτοπεποίθηση.
«Γεια σας, συγνώμη
για την μικρή, είναι λίγο αναστατωμένη που θα αλλάξει σχολείο, συγνώμη που σας
διακόψαμε από το φαγητό σας.» αποκρίθηκε ο
πατέρας.
«Αλίμονο, δεν με
ενόχλησε καθόλου. Απλά δεν πρόλαβα να της απαντήσω. Μπορώ να κάτσω;» ρώτησε η Ζωή ευγενικά.
«Φυσικά, καθίστε
παρέα μας, μήπως και της αλλάξετε εσείς γνώμη γιατί εμάς δεν μας ακούει.» απάντησε η μαμά ενώ ταυτόχρονα το κοριτσάκι σηκώθηκε,
γεμάτη ελπίδα, της έφερε μια καρέκλα δίπλα της και την τράβηξε από το χέρι της
αναγκάζοντας την να κάτσει. Η Ζωή της χαμογέλασε και της έπιασε και αυτή το
χέρι.
«Γιατί μου είπες
ότι είμαι καλή κυρία; Θέλω να πω από που το κατάλαβες;» την ρώτησε με στοργική και σταθερή φωνή.
«Γιατί τα μάτια
σου είναι μπλε. Όσοι έχουν μπλε μάτια
είναι καλοί άνθρωποι. Και η κυρία Αλίκη μπλε μάτια έχει.» απάντησε το παιδί με έναν τόνο φυσικότητας και σιγουριάς.
«Η κυρία Αλίκη
είναι η παλιά μας δασκάλα, βλέπεις Ζωή, αναγκαστήκαμε να μετακομίσουμε και έτσι
η μικρή θα αλλάξει σχολείο. Φοβάται λοιπόν πως η καινούρια της δασκάλα δεν θα
είναι τόσο καλή, γι’ αυτό δεν θέλει.»
εξήγησε η μαμά.
Η Ζωή αφού έκανε ένα καταφατικό νεύμα στην μαμά, γύρισε
στην μικρή έκπληκτη και αποκάλυψε το μεγάλο μυστικό της.
«Για κοίτα κάτι
συμπτώσεις! Το ξέρεις πως και εγώ είμαι δασκάλα;»
«Είσαι και δασκάλα
και έχεις και μπλε μάτια;»
«Ναι! Δεν έχουν
όλες οι δασκάλες μπλε μάτια βέβαια..»
«Το ξέρω! Αλλά εσύ
είσαι καλή! Το βλέπω!»
«Πως σε λένε μικρή
μου;»
«Αναστασία. Μήπως
δουλεύεις στο καινούριο μου σχολείο; Πες μου ναι σε παρακαλώ! Σε παρακαλώ!» ρώτησε το παιδί γεμάτο αγωνία.
«Λοιπόν Αναστασία
μου, δυστυχώς όχι δεν δουλεύω στο καινούριο σου σχολείο, αλλά άκουσε με λίγο.
Καταρχάς το ότι έχω μπλε μάτια δεν σημαίνει πως είμαι καλός άνθρωπος. Πρέπει να
γνωρίσεις κάποιον πρώτα για να πεις κάτι τέτοιο για αυτόν. Τα μάτια δεν
σημαίνουν τίποτα. Τι λες; Θες να με γνωρίσεις; Έχω να σου κάνω μια πολύ
ενδιαφέρουσα πρόταση!»
Το κοριτσάκι αν και στην αρχή φαίνονταν απογοητευμένο, στην
συνέχεια φάνηκε να ενθουσιάστηκε. Γύρισε στους γονείς της και τους κοίταξε
αναζητώντας την έγκριση τους και μόνο όταν εκείνοι της την δώσανε απάντησε
θετικά στην Ζωή.
«Λοιπόν, η πρόταση
μου είναι η εξής! Θα πας την άλλη βδομάδα στο καινούριο σου σχολείο και θα
γνωρίσεις την νέα σου δασκάλα. Θα της δώσεις λίγο χρόνο όμως να την γνωρίσεις
καλά! Αν δεν σου αρέσει και δεν τα καταλαβαίνεις όπως τα εξηγεί, θα με πάρεις
τηλέφωνο, να έρθω σπίτι σου να στα εξηγήσω εγώ. Πως σου φαίνεται;»
«Εντάξει, θα
προτιμούσα βέβαια να γίνεις φίλη μου έτσι και αλλιώς αλλά εντάξει, το δέχομαι!»
απάντησε η Αναστασία χαρούμενη.
«Αλήθεια είσαι
δασκάλα; Έτσι και αλλιώς χρειαζόμασταν μια κοπέλα για να την κρατάει και να την
βοηθάει στα μαθήματα στο σπίτι. Βλέπεις δουλεύουμε και οι δύο πολλές ώρες και
δεν τα προλαβαίνουμε όλα. Έχεις δουλεία;» ρώτησε
η μαμά έκπληκτη.
«Όχι, αλλά δεν
ήρθα εδώ να ζητήσω δουλειά. Απλά να βοηθήσω ήθελα. Δεν αρνούμαι βέβαια. Είμαι
και εγώ καινούρια στην πόλη. Δεν μπορώ να σας υποσχεθώ ότι θα μπορώ να την
κρατάω, δεν ξέρω ακόμα, αλλά σίγουρα μπορώ να της κάνω μαθήματα.»
Ήταν οι πρώτοι
άνθρωποι που γνώρισε η Ζωή σε αυτήν την πόλη, ευχάριστοι και χαμογελαστοί
κατέληξαν έπειτα από συζήτηση να αναλάβει την Αναστασία για αρχή και αν η μελλοντική
δουλεία της απαιτούσε περισσότερο χρόνο, θα το συζητούσαν ξανά. Έτσι η Ζωή
απέκτησε την πρώτη της μαθήτρια και φίλη και τους δύο πολύ καλούς γονείς της
που θα την βοηθούσαν αργότερα σε ότι χρειαζόταν.
Σάββατο , 21/02/2004
Ξύπνησε πρώτη μέσα
στην αγκαλιά του, εκείνος στον ύπνο του την κράταγε σφιχτά και εκείνη ήταν
αφημένη πάνω στα χέρια του. Γύρισε να τον κοιτάξει για άλλη μια φορά και στην
κίνηση της αυτή τον ξύπνησε. Όταν τα βλέμματα τους συναντήθηκαν, δύο χαμόγελα
εμφανίστηκαν στα πρόσωπά τους. Ο Άγγελος της χάιδεψε τα μαλλιά, που πλέον είχαν
στεγνώσει και σχημάτιζαν μπούκλες και εκείνη τον κοίταγε χωρίς να μιλάει. Το άγγιγμα του θαρρείς και ήταν αγχολυτικό, δεν την άφηνε να σκεφτεί τίποτα.
Εκείνος μη ξέροντας ποια είναι τα όρια και που μπορεί να φτάσει σηκώθηκε
καθιστός στο κρεβάτι δείχνοντας την αμηχανία του. Η Ζωή σε αυτήν την κίνηση του
ξάπλωσε δίπλα του, ενώ παράλληλα συνέχισε να τον κοιτάει χαμογελώντας στα
μάτια, δίνοντας του το πράσινο φως. Ήξερε πολύ καλά ποια θα ήθελε να ήταν η επόμενη
κίνηση του και την διεκδικούσε. Εκείνος όταν το κατάλαβε πλάγιασε δίπλα της και
με μία κίνηση ξεσκέπασε και τους δύο τους.
Το χέρι του
άρχισε το ταξίδι στο κορμί της από το πρόσωπό της. Την χάιδευε με ελάχιστη
επιφάνεια από το πίσω μέρος του χεριού του απαλά. Η Ζωή έκλεισε τα μάτια και
απολάμβανε την αίσθηση όσο το χέρι του κατέβαινε στον λαιμό της, στο στήθος της
και στην κοιλία της. Δεν κατέβηκε πιο κάτω, έμεινε αρκετή ώρα αγγίζοντας το
δέρμα της και ύστερα σηκώθηκε από πάνω της και ακολούθησε την ίδια πορεία, αυτή
τη φορά με τα χείλη του. Πρώτα σε όλο της το πρόσωπο, μετά στον λαιμό της και
ύστερα στον κορμό της. Όσο πιο χαμηλά κατέβαινε, τόσο το σώμα της δονούνταν από
κάτω του. Δεν θα της έκανε την χάρη τόσο γρήγορα όμως, με μία του κίνηση την
γύρισε μπρούμυτα και εκείνη υπακούοντας τον αφέθηκε στις ορέξεις του. Οι ίδιες
κινήσεις ακολούθησαν και στο πίσω μέρος του κορμιού της. Αυτή τη φορά
ακουμπώντας την περισσότερο αλλά μόνο με τα χείλια του. Το φιλί του έφτασε
παντού, σε κάθε εκατοστό της αργά και βασανιστικά. Ύστερα ξάπλωσε πάνω της, τα
σώματα τους έγιναν ένα και τα χείλη του φίλαγαν το δεξί της αυτί.
«Καλή σου μέρα
ξανθούλα!» της ψιθύρισε. Η μόνη απάντηση
που υπήρξε ήταν ένα ήπιο βογκητό που βγήκε από το στόμα της αυθόρμητα.
«Όπως επιθυμείς
λοιπόν!» συνέχισε ο Άγγελος και σηκώθηκε
από πάνω της δίνοντάς της χώρο για να γυρίσει. Και εκείνη τον υπάκουσε. Γρήγορα
βρέθηκε ανάμεσα στα πόδια της και το ταξίδι του συνεχίστηκε αυτή τη φορά μέσω
της γλώσσας του σε πολύ αργούς ρυθμούς. Η Ζωή τον κοίταζε καθ’ όλη την διάρκεια
και με το ένα της χέρι του χάιδευε τα μαλλιά. Οι κινήσεις του την έκαναν να
διεγείρεται όλο και πιο πολύ, αλλά οι αργοί ρυθμοί του ενώ στην αρχή την
κάλυπταν, στη συνέχεια δεν τους άντεχε. Το χέρι της απεγνωσμένα προσπαθούσε να του
δώσει ρυθμό αλλά εκείνος δεν υπάκουε στο άγγιγμα της. Δεν θα της έκανε την χάρη
ακόμα.
Τράβηξε το χέρι
της από το κεφάλι του, σηκώνοντας το κορμί του ξάπλωσε πάνω της και την κοίταξε
στα μάτια. «Βιάζεσαι. Και εγώ έχω πολύ
χρόνο μπροστά μου.» αποκρίθηκε απολαμβάνοντας την ένταση που μπορούσε να
διακρίνει στα μάτια της. Τα χέρια της απλώθηκαν στους ώμους και την πλάτη του,
όσο εκείνος λικνίζονταν ανάμεσα της και την φίλαγε έντονα στο στόμα. Τα βογκητά
της όσο πήγαινε ακουγόντουσαν πιο συχνά, αλλά το ίδιο ήπια όπως την πρώτη φορά.
Βασανίζονταν από τους αργούς του ρυθμούς, αλλά ταυτόχρονα της άρεσε αυτό το
αργό βασανιστήριο. Ο Άγγελος ενώ ήθελε να την βασανίσει λίγο ακόμα, δεν άντεξε.
Το σώμα του τον οδήγησε σχεδόν αυτόματα μέσα στο δικό της και στο άκουσμα ενός
ακόμα βογκητού της, ανατρίχιασε και έκλεισε τα μάτια του απολαμβάνοντας την
αίσθηση. Ακόμα περισσότερο απολάμβανε την αίσθηση των γυμνών σωμάτων τους που
ακουμπούσαν το ένα το άλλο. Σύντομα την αισθάνθηκε ζεστή και ακόμα πιο γρήγορα
αισθάνθηκε τις συσπάσεις όλου του κορμιού της από κάτω του. Την κοίταγε καθ’
όλη την διάρκεια, όλες οι αισθήσεις του είχαν οξυνθεί και πάνω από όλα η ακοή
του. Οι αισθησιακοί ήχοι που έβγαιναν από το στόμα της τον έκαναν να θέλει να
τελειώσει κάθε φορά. Κρατιόταν όμως όπως μπορούσε, ήθελε να το ζήσει όσο
περισσότερο μπορούσε.
Καθώς ο οργασμός
της ήταν τόσο γρήγορος αλλά δυνατός, η Ζωή δεν τον άφησε να σταματήσει ούτε για
μια στιγμή, αμέσως μετά άρχισε να λικνίζεται πάλι από κάτω του. Ήθελε να τον
ξανανιώσει και αυτό του το χαμόγελο σε κάθε κίνηση του την έκανε να θέλει να
πάρει τα ινία. Έτσι και έκανε, τον έσπρωξε από πάνω της και με μια κίνηση πήρε
την θέση του. Ήταν σειρά της να τον ευχαριστήσει και να δώσει τον δικό της
ρυθμό. Εκείνος ξαφνιάστηκε ευχάριστα από την κίνηση της, ξάπλωσε και τέντωσε τα
χέρια του στην πλάτη και τον αυχένα της. Οι κινήσεις της στην αρχή ήταν αρχές,
αλλά πάντα σχεδόν ξαπλωμένη πάνω του. Τα χέρια του στην μέση της δεν την άφηναν
να σηκωθεί. Κατάλαβε πως του άρεσε να ακουμπάν τα σώματα τους και έτσι
συνέχισε, απλά με τους δικούς της όρους. Πήρε τα χέρια του με το ένα της χέρι
και τα τοποθέτησε πάνω από το κεφάλι του και ενώ τα κράταγε οι κινήσεις της
έγιναν γρηγορότερες. Εκείνος δεν μπορούσε να την αγγίξει πλέον και αυτό τον
είχε τρελάνει! Δεν μπορούσε πλέον να κρατηθεί και η στάση των σωμάτων τους δεν
ήταν η κατάλληλη για να τελειώσει.
«Δεν νομίζω να αντέξω άλλο.» της είπε. Εκείνη όμως δεν του απάντησε για άλλη μια φορά,
συνέχιζε τις κινήσεις της όλο και πιο γρήγορα, παρασυρμένη από την αίσθηση, δεν
την ένοιαζε τίποτα, είχε φτάσει για ακόμα μια φορά στο αποκορύφωμα των
αισθήσεων. «Όπως επιθυμείς!» της είπε ξανά και άρχισε και εκείνος να κουνάει
το σώμα του από τους γοφούς του με τον ίδιο ρυθμό.
Όταν άκουσε το
βογκητό της να δυναμώνει, άρχισε το δικό του τρέμουλο και όταν ένιωσε τις
συσπάσεις της για άλλη μια φορά, απελευθερώθηκε από τα δεσμά των χεριών της και
την έσφιξε στην αγκαλιά του δυνατά. Τελείωσε μέσα της ταυτόχρονα με εκείνη, ενώ
κοιταζόντουσαν στα μάτια και ακούγονταν μόνο οι ανάσες και τα βογκητά τους.
Μετά από λίγα
λεπτά, οι ανάσες τους είχαν ηρεμήσει αλλά τα σώμα τους ήταν ακόμα ενωμένα. Η
Ζωή σήκωσε το κεφάλι της από το στήθος και τον κοίταξε. «Καλημέρα και σε εσένα!» του είπε χαμογελώντας και ξάπλωσε δίπλα
του όσο αυτός την κοίταζε με ένα εξερευνητικό βλέμμα και άπλωνε τα χέρια του
για να την αγκαλιάσει ξανά.
***