Δευτέρα, 03/09/2012
Ταξίδευε ώρα, τα
τοπία εναλλάσσονταν μεταξύ τους με γρήγορους ρυθμούς. Εκείνη οδηγούσε και
σκέφτονταν τις ώρες που πέρασαν. Δεν ήταν λυπημένη ούτε αγχωμένη. Περισσότερο
αγωνιούσε για το τι θα έρχονταν στην ζωή της από εδώ και πέρα. Γεννήθηκε μια
ελπίδα μέσα της μετά από πάρα πολύ καιρό. Ένιωθε δυνατή και αισιόδοξη.
Προσπαθούσε να διώχνει κάθε αρνητική σκέψη από το μυαλό της και να κάνει σχέδια
για το μέλλον.
Προορισμός της η
όμορφη πόλη των Τρικάλων. Είχε κάνει πολλά ταξίδια στη ζωή της, αλλά στα
Τρίκαλα είχε μείνει μόνο μια νύχτα τυχαία, αλλά όσα είχε προλάβει να δει την
είχαν ενθουσιάσει. Καθώς ταξίδευε προσπαθούσε να φανταστεί πως θα είναι η πόλη
την μέρα. Ήταν σίγουρη πως θα ήταν πανέμορφη, αυτός ήταν και ο πρώτος λόγος που
αποφάσισε να πάει εκεί. Κάποιος της είχε μιλήσει για αυτή τη πόλη, την είχε
περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια και με πολύ χαρακτηριστικά λόγια. Η Ζωή θυμόταν
αυτή τη περιγραφή σαν να ήταν χθες, θυμόταν κάθε της λέξη.
Αναπολώντας τα
όμορφα αυτά λόγια στο μυαλό της, την κατέκλυσε ένα κύμα ρίγους και κούρασης. Το
ρολόι έδειχνε ήδη μια το μεσημέρι. Θυμήθηκε πως δεν είχε κοιμηθεί καθόλου την
προηγούμενη νύχτα. Ήθελε να φτάσει στα Τρίκαλα όσο πιο νωρίς γινόταν αλλά δεν
μπορούσε να συνεχίζει να ταξιδεύει άυπνη. Η ένταση της ημέρας δεν την είχε
αφήσει να νιώσει κούραση, αλλά τώρα που χαλάρωσε άρχιζε να νυστάζει. Είχε ήδη
ταξιδέψει σχεδόν δυόμιση ώρες και είχε τουλάχιστον άλλη μιάμιση μπροστά της.
Δεν θα τα έβγαζε πέρα, έτσι αποφάσισε να σταματήσει σε ένα ξενοδοχείο έξω από
την Λαμία και να κοιμηθεί λίγο μέχρι να μπορέσει να συνεχίσει το ταξίδι της.
Γνώριζε ήδη σε
ποιο ξενοδοχείο θα πάει, χρειάζονταν ένα οικείο μέρος εκείνη τη στιγμή, χρειάζονταν
να ξαναενώσει τα κομμάτια του πάζλ που την έφεραν σε αυτό το σημείο. Έπρεπε να
ξεκινήσει από την αρχή, να βιώσει κάθε σημαντική στιγμή της ζωής της για να μην
ξανακάνει τα ίδια λάθη και αυτό το ξενοδοχείο ήταν η κατάλληλη ευκαιρία. Το
ξενοδοχείο «Bouca» ήταν ένα μικρό ξενοδοχείο κοντά στον σταθμό του ΚΤΕΛ
Αθηνών – Λαμίας και λίγο πιο πάνω από την θάλασσα. Φτάνοντας απ’ έξω πάρκαρε,
έβαλε μια αλλαξιά ρούχα από την βαλίτσα της στην τσάντα της και περπάτησε προς
την είσοδο. Μπαίνοντας μέσα περιεργάστηκε τον χώρο, ο οποίος μπορεί να είχε
ανακαινιστεί, αλλά τις θύμιζε πολλά.
Μια φωνή την
έβγαλε από τις αναμνήσεις της:
«Καλώς ήρθατε!», είπε η κοπέλα της Reception
Η Ζωή κινήθηκε αργά προς το μέρος της «Καλησπέρα, θα ήθελα ένα δωμάτιο για μερικές ώρες. Χρειάζομαι λίγο ύπνο
για να συνεχίσω το ταξίδι μου.»
«Βεβαίως. Είστε
μόνη σας;»
«Ναι, απλά θα
ήθελα το δωμάτιο 16, αν είναι διαθέσιμο παρακαλώ».
«Μα αυτό είναι
δίκλινο» αποκρίθηκε η κοπέλα με απορία.
«Το γνωρίζω» απάντησε η Ζωή αποφεύγοντας να την κοιτάξει στα μάτια.
«Καλώς, χρειάζομαι
μόνο την ταυτότητα σας και επίσης να σας ενημερώσω πως έχει αρχίσει να
σερβίρεται το μεσημεριανό, σε περίπτωση που θέλετε να φάτε».
«Όχι, ευχαριστώ
πολύ. Ορίστε.» απάντησε η Ζωή δίνοντας την
ταυτότητα. Ήξερε πως έπρεπε να φάει κάτι, αλλά δεν είχε αντοχές. Το μόνο που
ήθελε ήταν να κοιμηθεί.
Η κοπέλα αφού
καταχώρησε την άφιξη της στον υπολογιστή, της έδωσε το κλειδί και την οδήγησε
προς το δωμάτιο, της ευχήθηκε καλή ξεκούραση και έφυγε. Μπαίνοντας στο δωμάτιο
η Ζωή αντίκρισε μια γνώριμη εικόνα και μερικές ακόμα αναμνήσεις της ήρθαν στο
μυαλό. Χαμογέλασε κοιτώντας γύρω της. Άφησε την τσάντα της στην καρέκλα δίπλα
στο κρεβάτι, γδύθηκε και ξάπλωσε γυμνή στο κρεβάτι, σχεδόν όπως τότε. Καθώς την
έπαιρνε ο ύπνος, οι αναμνήσεις έγιναν όνειρο.
***
Παρασκευή, 20/02/2004
Πρόλαβε το
λεωφορείο δύο λεπτά πριν αναχωρήσει για Αθήνα. Μπήκε μέσα βρεγμένη από την
βροχή και λαχανιασμένη, ψάχνοντας να βρει την θέση της. Μετά από λίγη ώρα
χαλάρωσε και σκέπτονταν όλα όσα είχαν συμβεί και τι την περίμενε στην Αθήνα.
Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της χωρίς να το θέλει. Τα σκούπισε με
τα χέρια της αλλά μάταια. Δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει. Ήταν πάντα πολύ
δυνατή και σπάνια έκλαιγε αλλά αυτή τη φορά δεν μπορούσε να το ελέγξει. Ένιωθε
τον πυρετό να ανεβαίνει, φοβόταν και δεν είχε άλλες αντοχές.
Καθώς
προσπαθούσε να ηρεμήσει και να σταματήσει το κλάμα, μια φωνή ακούστηκε από
δίπλα της: «Νομίζω πως το χρειάζεσαι». Γύρισε
και κοίταξε τον διπλανό της που της έδινε ένα χαρτομάντιλο. Του χαμογέλασε και
τον ευχαρίστησε. «Έλα να κάτσεις δίπλα
στο παράθυρο, θα σε βοηθήσει να ηρεμήσεις, θα δεις. Θα σε πάρει ο ύπνος και
ούτε που θα καταλάβεις πότε θα φτάσουμε. Θα ξυπνήσεις και όλα θα είναι καλύτερα»,
της είπε με την ήρεμη και σταθερή φωνή του. Δέχτηκε την πρόταση του και
καθώς άλλαζαν θέσεις τον ευχαρίστησε ξανά. Χαζεύοντας έξω από το παράθυρο
χαλάρωσε και όντως ο ύπνος την πήρε πολύ εύκολα.
Μετά από
τέσσερις ώρες ξύπνησε από έναν δυνατό θόρυβο. Άνοιξε τα μάτια της με δυσκολία
και άκουσε γύρω της φωνές. Ο πονοκέφαλος δεν την άφηνε να καταλάβει τι είχε
συμβεί. Κατάλαβε πως κάποιος την είχε αγκαλιάσει και προσπάθησε να γυρίσει να
δει τι συμβαίνει. Η αγκαλιά έσφιξε από πίσω της και ένα χέρι χάιδεψε τα μαλλιά
της. «Ηρέμησε, μην ταράζεσαι, δεν είναι
τίποτα. Είμαστε έξω από την Λαμία. Ο καιρός χειροτέρεψε και η βροχή είναι πολύ
δυνατή για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Το πιο πιθανό είναι να
διανυκτερεύσουμε και να συνεχίσουμε όταν σταματήσει να βρέχει». Η φωνή
ακούστηκε δίπλα στο αυτή της καθησυχαστική.
Έκανε ότι της
είπε, ηρέμησε, βολεύτηκε στην αγκαλιά του και συνέχισε τον ύπνο της. Μετά από
λίγη ώρα η ίδια φωνή την ξύπνησε: «Λοιπόν
ξανθούλα είναι ώρα να ξυπνήσεις, είμαστε έξω από ένα ξενοδοχείο, θα
διανυκτερεύσουμε εδώ, είναι ευκαιρία να σου βάλουμε και ένα θερμόμετρο εσένα,
γιατί ζεματάς». Σηκώθηκε με δυσκολία και κοίταξε τον άγνωστο. «Έχεις δίκιο, πρέπει να μου έχει ανέβει ο
πυρετός. Κοιμόμουν τόσες ώρες πάνω σου; Γιατί δεν με ξύπνησες να πάω στην θέση
μου;» τον ρώτησε. «Άκου τι λέει!
Κοιμάται πάνω μου μια όμορφη και άρρωστη ξανθούλα και θα την ξυπνήσω; Να χάσω
την ευκαιρία;», απάντησε καθώς σηκώνονταν από την θέση του και γελώντας
της. Η Ζωή του χαμογέλασε και προσπάθησε να σηκωθεί για να τον ακολουθήσει. Οι
δυνάμεις της όμως την εγκατέλειψαν. Λιποθυμώντας έπεσε ξανά στην θέση της.
Ο Άγγελος χωρίς
να χάσει στιγμή την πήρε στα χέρια του και την κατέβασε από το λεωφορείο.
Περπάτησε μέχρι την είσοδο του ξενοδοχείου και την ακούμπησε προσεκτικά στον
καναπέ που βρίσκονταν λίγο πιο δίπλα. «Ας
φέρει κάποιος νερό και αντιπυρετικά παρακαλώ, η κοπέλα ψήνεται στον πυρετό.»
φώναξε ανήσυχος. Μερικά άτομα κινήθηκαν προς το μέρος τους, ένας ηλικιωμένος
του έδωσε νερό και παυσίπονα και μια κυρία που δούλευε στο ξενοδοχείο έφερε ότι
χρειάζονταν και άρχισε να τοποθετεί κομπρέσες στο κεφάλι της. Μετά από λίγα
λεπτά η Ζωή άρχισε να συνέρχεται αλλά εξακολουθούσε να είναι εξαντλημένη.
Άνοιξε τα μάτια της, κοίταξε τον κόσμο γύρω της και προσπάθησε να βρει μια
οικεία φυσιογνωμία. Της ήταν δύσκολο να καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί, δεν
θυμόταν ούτε που ήταν, ούτε ποιοι ήταν όλοι αυτοί τριγύρω. Είχε αρχίσει να
ανησυχεί και να ταράζεται όταν η οικία φωνή ακούστηκε ξανά.
«Είμαι εγώ εδώ,
μην φοβάσαι τίποτα, έχεις πυρετό, θα σε πάω στο δωμάτιο σου. Αύριο θα είσαι
περδίκι».
Ένα κύμα ηρεμίας
και αισιοδοξίας την κατέκλυσε, άρχισε να θυμάται που ήταν και ενώ έπρεπε να
συνεχίσει να ανησυχεί εκείνη ένιωθε παραδόξως ατάραχη. Σηκώθηκε καθιστή,
κοίταξε τους συνταξιδιώτες της τριγύρω και ψέλλισε ένα ευχαριστώ. Ο Άγγελος
ήταν συνεχώς δίπλα της μέχρι που μπήκαν στο δωμάτιο. Καθώς τακτοποιούσε τα
πράγματα τους η Ζωή παρατηρούσε κάθε του κίνηση. Αισθάνονταν οικία με αυτόν τον
άνθρωπο, δεν ήξερε γιατί, αλλά ήταν απόλυτα ήρεμη δίπλα του. Εκείνος πάλι
ένιωθε αγχωμένος. Ανησυχούσε για εκείνη και όχι μόνο για τον πυρετό που την
ταλαιπωρούσε.
«Λοιπόν ξανθούλα,
εγώ είμαι ο Άγγελος. Πως μπορώ να σε βοηθήσω;»
«Εγώ είμαι η Ζωή.
Ήδη βοήθησες Άγγελε, δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο, θα με βοηθήσουν τα
αντιπυρετικά και ο ύπνος.» χαμογελώντας
του κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα της.
«Φαίνεσαι αδύναμη,
ένα μπάνιο θα έριχνε τον πυρετό. Τι λες; Έχεις κουράγιο; Ανησυχώ για εσένα.»
«Ναι θα κάνω ένα
μπάνιο. Κοιμήσου εδώ, έτσι και αλλιώς είμαστε πολλοί και το ξενοδοχείο είναι
μικρό.»
Την βοήθησε να
σηκωθεί και την συνόδευσε στο μπάνιο και της άφησε την πετσέτα κοντά της. Πάω
κάτω να πάρω κανένα ακόμα αντιπυρετικό, μήπως το χρειαστείς αργότερα. "Θα σου
φέρω και κάτι να φας. Κάνε το μπάνιο σου και σε λίγο θα είμαι πίσω."
Στο ξενοδοχείο
επικρατούσε ένας πανικός, γιατί ο κόσμος ήταν πολύς για τα δεδομένα του. Αυτόν
όμως δεν τον ένοιαζε τίποτα, προσπαθούσε να κάνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε για
να ανέβει ξανά στο δωμάτιο. Για καλή του τύχη το προσωπικό τον εξυπηρέτησε όσο
καλύτερα μπορούσε. Ταυτόχρονα η Ζωή δεν είχε άλλες αντοχές, έκανε το μπάνιο της
όσο πιο γρήγορα μπορούσε, βγήκε, τύλιξε μια πετσέτα στο κεφάλι της και άλλη μια
στο σώμα της και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Κατάλαβε πως η βαλίτσα της πρέπει να ήταν
ακόμα στο λεωφορείο, άρα έπρεπε να φορέσει τα ρούχα που φόραγε και πριν. Δεν
πρόλαβε όμως. Ο ύπνος την πήρε χωρίς να το καταλάβει.
Ο Άγγελος μπήκε
στο δωμάτιο και την είδε να κοιμάται ήρεμη. Άφησε τα παυσίπονα και ένα
μπουκαλάκι νερό στο κομοδίνο δίπλα της. Έβγαλε τις πετσέτες προσεκτικά, για να
μην την ξυπνήσει από το σώμα της και έβαλε μια στεγνή κάτω από το κεφάλι της.
Κάποια στιγμή έπιασε τον εαυτό του να χαζεύει το γυμνό της κορμί. Η θέα τον
συντάραξε, ένιωσε όλο του το σώμα να διεγείρεται. Όσο η ματιά του χάιδευε το σώμα της, τόσο η επιθυμία να την αγγίξει
μεγάλωνε μέσα του. Ένιωσε άσχημα, ντράπηκε και την σκέπασε με την κουβέρτα που
βρίσκονταν πάνω στο κρεβάτι. Έσκυψε στο μέτωπό της για να ελέγξει τον πυρετό. Η
θερμοκρασία της έπρεπε να ήταν περίπου η ίδια, αλλά δεν ανησύχησε, σε λίγο θα
έκαναν δράση τα αντιπυρετικά. Έσβησε τα φώτα και ξάπλωσε δίπλα της, σκεπάστηκε
και προσπάθησε να κοιμηθεί. Όσο εύκολα πήρε ο ύπνος την Ζωή, τόσο δυσκολεύτηκε
με τον Άγγελο. Ένιωθε το κορμί του να καίει, εικόνες περνούσαν από μπροστά του,
φαντασιώσεις και δεν τον άφηναν να κοιμηθεί. Σκέφτηκε πως ίσως έπρεπε να
αλλάξει δωμάτιο, αλλά δεν ήθελε να φύγει από δίπλα της στιγμή. Όταν μετά από
ώρα κοιμήθηκε, τα όνειρα του ήταν το ίδιο έντονα με τις φαντασιώσεις του. Το
σώμα του δεν ηρέμησε ούτε λεπτό.
Ξύπνησε νωρίς το
πρωί ακούγοντας το τηλέφωνο να χτυπάει. Τεντώθηκε να το σηκώσει γρήγορα για να
μην ξυπνήσει την Ζωή και στην προσπάθεια του αυτή ακούμπησε το γυμνό της κορμί.
Η στύση του μεγάλωσε απότομα. Ντράπηκε ξανά και απομακρύνθηκε. Από το τηλέφωνο
τον ειδοποίησαν πως το λεωφορείο σε λίγη ώρα θα ήταν έτοιμο να συνεχίσει το
ταξίδι του. Κοίταξε το ρολόι του, η ώρα ήταν έξι. Ένωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι
του, έπρεπε να την ξυπνήσει. Δεν ήθελε, αυτό που ήθελε ήταν να σταματήσει ο
χρόνος εκεί, να συνεχίσει να κοιμάται πλάι της. Πράγμα ουτοπικό.
«Ξανθούλα, πρέπει να ξυπνήσεις, είναι ώρα
να φύγουμε», της ψιθύρισε χαϊδεύοντας τα
μαλλιά της. Εκείνη άνοιξε τα μάτια της, συνειδητοποίησε πως αισθανόταν πολύ
καλύτερα από την προηγούμενη νύχτα. Της πήρε λίγη ώρα να θυμηθεί τι είχε γίνει
και που ήταν. Γύρισε και τον κοίταξε, οι ματιές τους συναντήθηκαν και χωρίς
δεύτερη σκέψη αποφάσισε να κάνει την επιθυμία του πραγματικότητα, χωρίς να το
ξέρει. «Δεν θέλω να φύγω. Φτάνοντας στην
Αθήνα έχω να αντιμετωπίσω μια πολύ δύσκολη κατάσταση και δεν είμαι έτοιμη
ακόμα. Θα μείνω.»
Το σώμα του
άρχισε να τρέμει, ένιωθε αμηχανία, δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Δεν της
απάντησε. Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. Έπλυνε το πρόσωπο του σε μια προσπάθεια
να ηρεμήσει. Έμεινε λίγη ώρα εκεί, κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέπτη.
Όταν βγήκε από το μπάνιο εκείνη ήδη κοιμόταν. Κοίταξε το λευκό της πανέμορφο
πρόσωπο και τα χρυσά της μαλλιά. Θα έμενε μαζί της. Βγήκε από το δωμάτιο,
κατέβηκε γρήγορα στο ισόγειο, βγήκε στην αυλή και κατευθύνθηκε προς τον οδηγό
του λεωφορείου. «Μπορώ να πάρω τα
πράγματα μου και τα πράγματα της άρρωστης κοπέλας; Δεν μπορούμε να φύγουμε
ακόμη.» τον ρώτησε αποφασισμένος. Μετά από λίγη ώρα, ο Άγγελος άφηνε τις
βαλίτσες τους δίπλα στην πόρτα του δωματίου. Έβγαλε όλα τα ρούχα του και
ξάπλωσε γυμνός δίπλα της. Εκείνη ξύπνησε, τον κοίταξε και κούρνιασε στην
αγκαλιά του λέγοντας του «Ευχαριστώ». Εκείνος
χαμογέλασε, άπλωσε το ένα χέρι του κάτω από το κεφάλι της και με το άλλο έπιασε
το χέρι της που βρίσκονταν πάνω στο στήθος του.
***
γράφε, γράφε!!! Με έχει συνεπάρει... είσαι καταπληκτική...
ΑπάντησηΔιαγραφή