Ενώ οι μέρες περνούσαν, η Ζωή άρχισε να εγκλιματίζεται στο
καινούριο περιβάλλον και να φτιάχνει την Ζωή της όπως εκείνη ήθελε αυτή τη
φορά. Ένιωθε δυνατή και σίγουρη για τον εαυτό της, παρά τις τόσες υποχρεώσεις
με τις οποίες είχε να ασχοληθεί. Μέσα σε μια βδομάδα κατάφερε να γεμίσει την ημέρα
της με την δουλειά. Όπως είχαν συμφωνήσει, η Ζωή κράταγε την Αναστασία από το πρωί μέχρι το απόγευμα όλη την
εβδομάδα. Τα σχολεία όμως άνοιξαν και έτσι της δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθεί
περισσότερο με άλλα πράγματα, όπως το να βρει σπίτι. Κατά την διάρκεια της
εβδομάδας είχε δει μερικά, αλλά τα είχε απορρίψει. Δεν βιάζονταν ιδιαίτερα,
λόγω των οικονομιών της, αλλά γνώριζε πως τα λεφτά της αργά ή γρήγορα θα
τελείωναν, επομένως ήθελε να καλύψει όλες τις ανάγκες της ως τότε.
Δευτέρα, 10/09/12
Ήταν η πρώτη
μέρα που δεν θα δούλευε το πρωί. Ξύπνησε νωρίς με την συνηθισμένη ευχάριστη
διάθεση που την διακατείχε τις τελευταίες μέρες και ξεκίνησε τα τηλέφωνα και τα
ραντεβού για σπίτια. Πολλά από αυτά της άρεσαν, αλλά τα απέρριψε για διάφορους
λόγους. Ένα από αυτά ήταν ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης, όπου γνώρισε τον
κύριο Μανώλη. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού ήταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, γύρω στα
70, καλοσυνάτος και πολύ ευγενικός. Αφού η Ζωή κοίταξε το σπίτι και τους χώρους
του προσεκτικά, κατάλαβε πως ήταν πάρα πολύ προσεγμένο και φτιαγμένο με πολύ
μεράκι. Εντυπωσιάστηκε στην αρχή, αλλά στην συνέχεια κατάλαβε πως δεν κάνει για
τις ανάγκες της, καθώς ήταν πολύ μεγάλο, άρα και πολύ ακριβό.
«Θα ήθελα πάρα
πολύ να είχα την δυνατότητα κύριε Μανώλη, το σπίτι είναι υπέροχο, τόσο όμορφο
και τόσο προσεγμένο, φαίνεται ότι έχετε κάνει πολύ καλή δουλειά, αλλά δυστυχώς
τα λεφτά είναι πολλά», του είπε λυπημένα.
«Ναι κοπέλα μου,
είσαι και μόνη σου, καταλαβαίνω. Χαίρομαι που σου άρεσε όμως. Ψάχνεις μόνο εδώ
στην πόλη ή και στα περίχωρα;»
«Δεν έχει τύχει να
ψάξω στα περίχωρα, αλλά δεν είναι κακή ιδέα. Ίσως έπρεπε να δω κάτι και εκεί», του απάντησε.
«Σε ρωτάω γιατί
νοικιάζω άλλο ένα σπίτι στην Πηγή. Δεν είναι μακριά, περίπου 10 χιλιόμετρα . Αν σου
αρέσει αυτό, θα σου αρέσει και εκείνο σίγουρα, και είναι φθηνότερο λόγο της
τοποθεσίας. Θες να το δεις και αυτό;» την
ρώτησε.
«Αμέ! Γιατί όχι;»
«Ωραία. Θες να
πάμε τώρα; Μπορείς να έρθεις μαζί μου και μετά να σε γυρίσω πάλι εδώ που έχω
κάτι δουλίτσες αργότερα.»
Έτσι
και έγινε. Λίγη ώρα μετά βρίσκονταν έξω από μια αυλή, σε ένα αρκετά κοντινό
χωρίο. Η αυλή ήταν αρκετά μεγάλη, αλλά της έλλειπε ζωή. Τα φυτά που κάποτε
υπήρχαν εκεί, πλέον είχαν μαραθεί και η εικόνα της έμοιαζε εγκαταλελειμμένη.
Περίπου στην μέση αυτής της έκτασης βρίσκονταν
μια πέτρινη μονοκατοικία. Η Ζωή από την πρώτη στιγμή ένιωσε πως
επιτέλους είχε βρει το μέρος της, το σπίτι της, φανταζόταν ήδη τον εαυτό της
εκεί μέσα. Όταν ο κύριος Μανώλης προχώρησε στο εσωτερικό της αυλής, εκείνη τον
ακολούθησε πρόθυμα, χαζεύοντας τριγύρω της.
Ανέβηκε πέντε
μικρά σκαλάκια και βρέθηκε στην κεντρική είσοδο του σπιτιού. Μπαίνοντας μέσα,
αντίκρισε ένα παλαιό οικοδόμημα, αλλά ανακαινισμένο και πολύ προσεγμένο. Ο
πρώτος χώρος ήταν αρκετά μεγάλος και κατάλαβε πως ήταν το σαλόνι, συνέχιζε με
ένα μικρό διάδρομο που η ευθεία του οδηγούσε στο υπνοδωμάτιο, ενώ στα δεξιά
βρίσκονταν η κουζίνα. Στο τέλος του διαδρόμου βρισκόταν μια εσωτερική σκάλα, η
οποία οδηγούσε σε ένα μικρό χώρο σε στυλ σοφίτας. Ενώ το σπίτι ήταν άδειο, η
Ζωή μέσα του ένιωθε ζεστασιά. Η πέτρα στο εσωτερικό του της δημιουργούσε
συναισθήματα αρμονίας και αμέσως πήρε την απόφαση να το νοικιάσει, χωρίς να την
νοιάζει τίποτα. Μετά από την συζήτηση της με τον κύριο Μανώλη, η Ζωή
αντιλήφθηκε πως το ενοίκιο ξεπερνούσε τον προϋπολογισμό της, αλλά όχι τόσο ώστε
να είναι απαγορευτικό. Αυτό που την ανησυχούσε περισσότερο είναι το πώς θα
μπορούσε να το γεμίσει με τα απαραίτητα, καθώς τα έσοδά της ήταν ακόμα λιγοστά.
Αν και είχε τις οικονομίες της, δεν ήθελε να τις ξοδέψει, ήθελε να της αφήσει
στην άκρη για τυχόν περίπτωση ανάγκης.
Κατά την
διάρκεια της επιστροφής, η συζήτηση με τον ιδιοκτήτη της έλυσε πολλά
προβλήματα. Ο κύριος Μανώλης ήταν ένας άνθρωπος πολύ ευχάριστος και πολύ
πρόθυμος να την βοηθήσει. Ρωτώντας την για την ζωή της και το πώς κατέληξε σε
αυτό το μέρος, κατάλαβε πως πρέπει να είχε περάσει πολλά. Ίσως και αυτός ήταν ο
λόγος που είχε τόση μεγάλη διάθεση βοήθειας προς αυτήν. Της είπε πως θα της
έδινε ένα ψυγείο και ένα κουζινάκι που δεν το χρειάζονταν, πράγματα άκρως
χρήσιμα για την Ζωή, τουλάχιστον στην αρχή. Όταν έμαθε πως ήταν δασκάλα
προσφέρθηκε να της γνωρίσει δύο παιδάκια από το χωριό που οι γονείς τους
έψαχναν μια κοπέλα για να τα βοηθάει στα μαθήματα του σχολείου.
Όταν έφτασαν
στην πόλη η Ζωή τον ευχαρίστησε θερμά για όλη του την βοήθεια. Σταμάτησαν στην
τράπεζα, όπου σήκωσε ένα αρκετά μεγάλο χρηματικό ποσό, του έδωσε την
προκαταβολή για το σπίτι, ενώ πήρε τα κλειδιά του σπιτιού και έδωσαν ξανά
ραντεβού την επόμενη μέρα. Ήταν ακόμη νωρίς και αποφάσισε να πάει στα μαγαζιά
για να αγοράσει ότι ήταν απαραίτητο για τον εξοπλισμό του σπιτιού. Δεν θα έπαιρνε
πολλά πράγματα, μόνο όσα ήταν απολύτως απαραίτητα για την καθημερινότητα. Τα
υπόλοιπα θα έρχονταν σιγά σιγά όσο δούλευε και μπορούσε θα γέμιζε το σπίτι με
ότι της άρεσε. Είχε ήδη στο μυαλό της την διακόσμηση των χώρων, το ήθελε παλιό
και παραδοσιακό.
Η πρώτη της στάση ήταν για να αγοράσει
κρεβάτι. Εκεί τα λεφτά δεν τα τσιγκουνεύτηκε. Επέλεξε ένα διπλό σιδερένιο
κρεβάτι που παρέπεμπε στην δεκαετία του ’70, ωστόσο έδειχνε αρκετά σύγχρονο.
Από το κατάστημα της είπαν πως η παραλαβή θα γίνει σε δύο μέρες και αυτό την
βόλευε πολύ, καθώς όσο πιο γρήγορα έφευγε από το ξενοδοχείο, τόσα χρήματα θα
γλίτωνε. Στη συνέχεια επισκέφτηκε ένα μεγάλο κατάστημα με είδη σπιτιού. Χάζευε
εκεί μέσα πολύ ώρα, καθώς όλα τα προϊόντα ήταν πανέμορφα, σε αρκετά λογικές
τιμές και σε διαφορετικά στυλ. Κρατήθηκε όμως και δεν αγόρασε πολλά. Αφού είχε
βρει το συγκεκριμένο μαγαζί, δεν ανησυχούσε, τα υπόλοιπα θα τα έπαιρνε με τον
καιρό. Με έναν πρόχειρο προϋπολογισμό υπολόγισε πως με τα λεφτά της δουλειάς
και τις οικονομίες θα μπορούσε μια φορά την εβδομάδα να παίρνει και από κάτι
για το σπίτι. Επομένως αρκέστηκε, σε ένα ξύλινο σκαλιστό τραπέζι σαλονιού, τα
απαραίτητα για την κουζίνα, μερικά σεντόνια και πετσέτες. Όλα ήταν διαλεγμένα
πολύ προσεκτικά και με πολύ γούστο. Το γεγονός ότι έφτιαχνε εκείνη ένα σπίτι
που θα ήταν δικό της όπως ακριβώς το ήθελε την εξίταρε. Η ώρα πέρασε χωρίς να
το καταλάβει. Σταμάτησε σε ένα supermarket και
προμηθεύτηκε ότι χρειάζονταν για τον καθαρισμό, σε ένα κατάστημα με ηλεκτρικά
είδη που αγόρασε ένα στερεοφωνικό και κατευθύνθηκε ξανά προς το χωριό.
Σταμάτησε έξω
από το σπίτι με το αυτοκίνητο της και πήρε μαζί της μόνο ότι χρειαζόταν. Βρέθηκε
για άλλη μια φορά στην αυλή χαζεύοντας τριγύρω της και εξερεύνησε με
λεπτομέρεια τον χώρο και φανταζόταν πως θα ήταν αφού τον είχε περιποιηθεί.
Προείχε όμως το εσωτερικό του σπιτιού. Μπαίνοντας στο σπίτι άνοιξε όλα τα
παράθυρα για να μπει αέρας και φώς. Καθάρισε μια μικρή γωνία του σαλονιού και
σύνδεσε το στερεοφωνικό στην πρίζα. Η μουσική ήχησε απαλά και η διάθεση της
εκτοξεύτηκε στα ύψη. Επόμενη κίνηση της ήταν να αρχίσει το καθάρισμα και
ξεκίνησε από το μπάνιο. Οι κινήσεις της ήταν γρήγορες αλλά προσεκτικές.
Βιαζόταν καθώς το απόγευμα έπρεπε να κρατήσει την Αναστασία, ωστόσο ήθελε να τα
κάνει όλα τέλεια. Ο χρόνος περνούσε γρήγορα και όταν πια έπρεπε να φύγει είχε
καταφέρει να τελειώσει με το μπάνιο και την κουζίνα. Έβγαλε από το αμάξι τα
υπόλοιπα πράγματα και τα άφησε εκεί. Έκλεισε και έφυγε ενώ ανυπομονούσε να
γυρίσει ξανά.
Σε όλη την
διάρκεια της επιστροφής στο ξενοδοχείο σκεφτόταν και ονειρευόταν το πώς θα
φτιάξει αυτό το πανέμορφο σπίτι. Δεν ήταν καθόλου αγχωμένη, όπως απαιτούσε η
κατάσταση. Είχε απλά μια προσμονή να το δει ολοκληρωμένο, ενώ απολάμβανε όλη τη διαδικασία. Φτάνοντας στο ξενοδοχείο
έφαγε και έκανε ένα μπάνιο και έφυγε νωρίς. Η Δήμητρα, η μαμά της Αναστασίας
χάρηκε πολύ με τα νέα της και ήταν εξίσου πρόθυμη να την βοηθήσει, όπως ο
κύριος Μανώλης. Η Ζωή ένιωθε αρκετά τυχερή που είχε γνωρίσει αυτούς τους
ανθρώπους και δεν ένιωθε πλέον μόνη της.
Η υπόλοιπη μέρα κύλησε όπως οι προηγούμενες.
Η Αναστασία διάβασε τα μαθήματά της και στη συνέχεια συζητούσαν και έπαιζαν
μέχρι να γυρίσουν οι γονείς της από την δουλειά. Όταν πλέον έφυγε είχε ακόμα
πολύ υπερένταση αν και ένιωθε αρκετά κουρασμένη. Ήθελε να γυρίσει στο σπίτι και
να συνεχίσει το καθάρισμα αλλά αποφάσισε να πάει στο ξενοδοχείο και να
ξεκουραστεί. Είχε το επόμενο πρωινό ελεύθερο να ασχοληθεί όσο ήθελε.
Σάββατο , 21/02/2004
Η ώρα πέρναγε
χωρίς να ήθελαν, αλλά δεν τους έκανε το χατίρι να σταματήσει. Είχαν τελειώσει
τα περιθώρια της διαμονής τους στο ξενοδοχείο, ο καθένας έπρεπε να πάει στον
προορισμό του. Εκείνη έδειχνε αινιγματική, χωρίς να το ήθελε και εκείνος
προσπαθούσε να την καταλάβει μάταια. Ένας τοίχος ήταν υπερυψωμένος μπροστά της
και ο μόνος τρόπος για να τον ξεπεράσει ήταν να την κάνει να γελάσει. Είχε
ανάγκη από γέλιο. Μόνο αυτό βοηθούσε στην εξερεύνηση του χαρακτήρα της. Δύσκολη
εξερεύνηση, άβατος δρόμος.
Όταν ξαναμπήκαν
στο λεωφορείο για τον δρόμο του γυρισμού και κατάλαβε ότι σε λίγη ώρα θα την
έχανε, πανικοβλήθηκε. Προσπαθούσε να της δείξει πως ήθελε να την ξαναδεί,
εκείνη όμως ήταν απόμακρη για κάτι παραπάνω, πράγμα που τον μπέρδευε, καθώς την
προηγούμενη νύχτα ήταν αλλιώς, ήταν πιο δοτική. Μάταιες οι προσπάθειες του έπεφταν
στο κενό, αλλά κάτι μέσα του έλεγε πως τα πράγματα δεν ήταν όπως έδειχναν. Και
δεν ήταν. Γι’ αυτό και το προσπαθούσε συνεχώς.
«Δηλαδή δεν θα σε
ξαναδώ; Δεν θα μου πεις τίποτα για εσένα;» την
ρώτησε ξανά.
«Τίποτα» του απάντησε.
«Θες να μου πεις
ότι άλλαξαν οι ρόλοι; Πλέον οι γυναίκες εκμεταλλεύονται τους άντρες και μετά
τέλος;»
«Σε
εκμεταλλεύτηκα;» του απάντησε ειρωνικά
αλλά γελαστή.
Εκείνος πλέον
δεν ήταν σε διάθεση για πλάκα. Τον ενοχλούσε η στάση της, σχεδόν τον νευρίαζε.
Έβλεπε πως τον ήθελε αλλά δεν ανταποκρίνονταν όπως άρμοζε η κατάσταση. Και έτσι
σταμάτησε να πιέζει. Αρκέστηκε στο να της επαναλάβει που μπορούσε να τον βρει
αν ποτέ ήθελε και το άφησε πάνω της, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε εκείνη. Το
ταξίδι συνεχίστηκε σε κλίμα σιωπής και όταν έφτασε άφησε ένα απαλό φιλί στο
μάγουλο της και έφυγε πρώτος.
Η Ζωή
κατεβαίνοντας από το λεωφορείο, πήρε την βαλίτσα της και ύστερα ένα ταξί. Ο
Άγγελος συνάντησε τον φίλο του που τον είχε ειδοποιήσει να τον περιμένει και
αφού μπήκαν στο αμάξι σχεδόν τον διέταξε να ακολουθήσει ένα ταξί, το ταξί.
Αυτός ήταν και ο τρόπος που έμαθε μερικά πράγματα για εκείνη. Φτάνοντας
ταυτόχρονα έξω από το σπίτι της κατάλαβε τις διαφορές τους και ίσως να
κατανόησε τους λόγους που εκείνη ήταν απόμακρη. Είχε μπροστά του ένα τεράστιο
αρχοντικό και πολυτελέστατο σπίτι. Υπέθεσε λοιπόν πως η Ζωή ήταν ένα
πλουσιοκόριτσο που απλά έκανε το κέφι του μια νύχτα χωρίς να έχει ανάγκη κάτι
παραπάνω από εκείνον. Με αυτήν την εντύπωση έφυγε.
Εκείνη φτάνοντας
στο σπίτι την κατέβαλε ένα άγχος και μια αγωνία που σχεδόν είχε ξεχάσει με τα
γεγονότα της προηγούμενης βραδιάς. Μπαίνοντας στο σπίτι συνάντησε μια κατάσταση
που σε καμία περίπτωση δεν είχε φανταστεί το μέγεθος της τραγικότητας της.
Βρίσκονταν όλοι στο σαλόνι και επικρατούσε ένας πανικός. Η μητέρα της ήταν
όρθια φώναζε υστερικά στον αδερφό της. Ο πατέρας της καθόταν αμίλητος και η
μικρή της αδερφή έκλαιγε σε μία γωνία. Βλέποντας αυτό το θέαμα δεν ήξερε πώς να
αντιδράσει, ένιωσε τους παλμούς της να ανεβαίνουν στα ύψη και τα μάτια της να
καίνε προσπαθώντας να συγκρατήσουν τα δάκρυα της. Η μικρή της αδερφή ήρθε
τρέχοντας στην αγκαλιά της και η Ζωή προσπαθώντας να την προστατέψει την
έκλεισε με τα χέρια της σε έναν κόσμο που δεν κινδύνευε. Την πήρε και την πήγε
στο δωμάτιο της.
«Όλες οι
οικογένειες έχουν προβλήματα μικρή μου μερικές φορές. Έχει συμβεί κάτι σοβαρό,
γι’ αυτό και όλος ο τσακωμός. Δεν θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω τώρα, γιατί δεν
θα καταλάβεις. Θα πάω έξω να τους ηρεμίσω λίγο. Αυτό που θέλω από εσένα είναι
να μείνεις εδώ και να προσπαθήσεις να ηρεμίσεις. Αργότερα θα έρθω και θα στα
εξηγήσω όλα, ναι;» της είπε απόλυτα
οργανωμένη για το τι πρέπει να κάνει και η μικρή συμφώνησε κοιτάζοντάς την με
αγωνία.
Η Ζωή όταν
έφτασε στο σαλόνι αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Κανείς εκεί
μέσα δεν ήταν ψύχραιμος για να χειριστεί την όλη κατάσταση. Με μια φωνή τους
έκανε να σταματήσουν να τσακώνονται και ζήτησε εξηγήσεις.
«Η μικρή έχει
τρομάξει πολύ, σταματήστε να φωνάζετε τώρα και πείτε μου τι ακριβώς συμβαίνει
εδώ μέσα γιατί θα τρελαθώ.»
«Συμβαίνει ότι ο
αδερφός σου Ζωή έχει βάλει σκοπό της ζωής του να μας κάνει ρεζίλι στον κύκλο
μας. Επιτρέπεται να με παίρνουν τηλέφωνο και να μου λένε ότι τον βλέπουν σε
κακόφημα μέρη με ανθρώπους του υποκόσμου;»
«Ορίστε; Με
κουβαλήσατε από τη Θεσσαλονίκη για αυτό το λόγο; Μαμά είσαι σοβαρή; Εγώ άλλα
είχα καταλάβει, είχα τρομάξει απίστευτα. Τι μου λες ακριβώς τώρα δεν καταλαβαίνω.»
«Αυτό που
κατάλαβες είναι Ζωή, απλά η μητέρα σου έχει άλλες προτεραιότητες όπως βλέπεις.
Ο Χρήστος έχει μπλέξει με ναρκωτικά και χθες ζήτησε την βοήθεια μας. Το θέμα
του κύκλου τώρα απασχολεί μόνο την μητέρα σου όπως βλέπεις» απάντησε ο πατέρας της γεμάτος ψυχραιμία, η οποία σε καμία
περίπτωση δεν χαρακτήριζε και την μητέρα της.
«Θες να μου πεις
πως δεν θα έπρεπε να με νοιάζει δηλαδή; Το τι θα πει ο κόσμος; Αν είναι ποτέ
δυνατόν! Και για τι έπρεπε να ενδιαφέρομαι ας πούμε;»
«Μάνα έλεος σε
βαρέθηκε η ψυχή μου πια. Σου λέω είμαι σε απελπιστική κατάσταση, θέλω να
ξεφύγω, δεν αντέχω άλλο μου κάνει κακό. Πεθαίνω ρε μάνα μέρα με την μέρα κ
εσένα σε νοιάζει το τι θα πουν; Να ξεφύγω πρέπει.»
«Να μην έμπλεκες
ρε Χρήστο. Και εγώ τι θες να κάνω τώρα; Να σε πάω και σε κανένα ίδρυμα και να
το μάθουν και οι πέτρες; Τι μου ζητάς ακριβώς;»
«Μπαμπά, πάρε την
μαμά και φύγετε τώρα από το σπίτι σε παρακαλώ, παραλογίζεται, θα μείνω εγώ εδώ.
Πήγαινε την στο εξοχικό να ηρεμήσετε να τα συζητήσετε και να βρείτε μια λύση.
Το ίδιο θα κάνουμε και εμείς εδώ αλλά απ’ ότι φαίνεται όλοι μαζί δεν
συνεννοούμαστε» έδωσε την λύση η Ζωή.
Αντιρρήσεις
υπήρχαν πολλές από την πλευρά της μητέρας της, αλλά αναγκάστηκε να υπακούσει
στην συμμαχία πατέρα και κόρης. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να την ηρεμήσουν και να
την κάνουν να σκεφτεί λογικά για ακόμα μια φορά. Η αντίδραση αυτή ήταν συχνό
φαινόμενο και γνώριζαν πώς να το χειριστούν. Αυτό που δεν είχαν καταφέρει
βέβαια ήταν να το αναστείλουν. Η κυρία Ελένη ήταν έτσι και έτσι θα παρέμενε, το
ήξεραν καλά πλέον. Στη συγκεκριμένη περίπτωση βέβαια λειτούργησε ανασταλτικά
για τον Χρήστο, όπως ήταν λογικό. Ο άντρας της όμως για άλλη μια φορά θα την
έφερνε στα λογικά της, όπως μόνο αυτός μπορούσε.
«Ρε Ζωή είναι ποτέ
δυνατόν να την νοιάζουν αυτά τα πράγματα;»
«Χρήστο η μαμά δεν
είναι το θέμα μας τώρα. Μην περιμένεις από εμένα να την κατηγορήσω και να
δικαιολογήσω εσένα, γιατί δεν θα το κάνω. Μπορεί να έχει άδικο αλλά την ξέρεις
πολύ καλά τόσα χρόνια και απορώ προς τι αυτή η μεγάλη έκπληξη. Επειδή αφορά
εσένα ή επειδή είναι μια πάρα πολύ καλή αφορμή να ασχοληθούμε με αυτό και όχι
με το πρόβλημά σου. Γιατί είναι δικό σου πρόβλημα!»
«Το ξέρω.»
«Δεν θα σου χαϊδέψω
τα αυτιά αδερφέ. Το κήρυγμα που δεν άκουσες από εκείνη θα το ακούσεις τώρα από
εμένα. Πως στο καλό τα κατάφερες; Τι σκεφτόσουν; Τι σου έλειψε Είσαι 26
χρονών άντρας πλέον, είναι δυνατόν να σου κάνω εγώ κήρυγμα;»
«Απλά συνέβη Ζωή,
το θέμα είναι τι θα κάνουμε τώρα.»
«Άκουσε να σου πω
Χρήστο για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Θα στο πω μια και μόνη φορά. Είσαι
λάθος και το ξέρεις αλλά αφού εσύ ζήτησες βοήθεια, εγώ θα σε βοηθήσω. Θα είμαι
δίπλα σου σε ότι χρειαστείς. Θα το παλέψουμε μαζί υπό έναν όρο. Θα είσαι
ειλικρινής και θα μου λες πάντα την αλήθεια. Αν ποτέ καταλάβω πως μου κρύβεις
πράγματα ή μου λες ψέματα, θα είσαι μόνος σου σε όλο αυτό. Το κατάλαβες;»
«Ευχαριστώ Ζωή.
Ναι πάντα την αλήθεια. Είναι και κάτι άλλο που θέλω να σου πω. Η Μαρία με
παράτησε. Τα έμαθε και με άφησε.»
«Το τελευταίο
πράγμα που με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή είναι τα γκομενικά στο αδερφέ. Δεν
είναι της παρούσης. Πάμε στην Χαρά, την έχουμε αφήσει πολύ ώρα μόνη της. Θα της
εξηγήσουμε τι έχει γίνει. Εσύ θα το κάνεις. Εσύ πρέπει!»
«Και τι θα της πω
δηλαδή ρε Ζωή. Είναι μικρό παιδί. Πως θα της εξηγήσω;»
«Με λόγια απλά και
κατανοητά ρε Χρήστο. Αυτό το μικρό παιδί φαίνεται πως έχει πολύ περισσότερο
μυαλό από εσένα. Δεν μπορεί να ζει έτσι σε αυτό το σπίτι και να μην
καταλαβαίνει τι γίνεται. Πρέπει να ξέρει. Πάμε!»
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου