Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

No 3

 Δευτέρα, 03/09/2012
     Το όνειρο της διακόπηκε απότομα, ξύπνησε από τον ήχο του κινητού της που την ειδοποιούσε πως είχε μήνυμα. Σηκώθηκε δυσαρεστημένη και το έψαξε μέσα στην τσάντα της. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της όταν είδε ότι ο αποστολέας ήταν η κολλητή της και μοναδική φίλη της.
«Θα μπορούσα να θυμώσω αλλά δεν θα το κάνω. Μου λείπεις ήδη, αλλά χαίρομαι πολύ για την απόφαση σου. Μην χαθείς. Σ’ αγαπώ.»
Δεν ήθελε να απαντήσει, αλλά ήξερε πως έπρεπε, επομένως έγραψε μια σύντομη απάντηση: «Είμαι καλά. Και εγώ σ’ αγαπώ.»
     Έξω είχε αρχίσει να νυχτώνει και οι δείχτες του ρολογιού της έδειχναν ήδη επτά το απόγευμα. Έπρεπε να συνεχίσει το ταξίδι της. Με γρήγορες κινήσεις, απενεργοποίησε το κινητό της, ντύθηκε, έπλυνε το πρόσωπό της, πήρε την τσάντα της και βγήκε από το δωμάτιο. Δεν κοίταξε πίσω της, δεν χρειάζονταν, το όνειρο που είχε δει της αρκούσε για να θυμηθεί ότι λεπτομέρειες είχε ξεχάσει από την τελευταία νύχτα που έμεινε σε εκείνο το δωμάτιο ξανά. Πλήρωσε και έφυγε από το ξενοδοχείο βιαστική. Δεν είχε πολύ χρόνο, ήθελε να φτάσει στα Τρίκαλα όσο πιο γρήγορα γινόταν.
     Ξεκούραστη πια, ταξίδευε πιο άνετα. Η μουσική ηχούσε στα αυτιά της απαλά και ο αέρας που έμπαινε από τα παράθυρα ανακάτευε τα μαλλιά της. Δεν την ένοιαζε τι άφηνε πίσω, δεν ανησυχούσε για τίποτα από το παρελθόν. Σκέφτονταν μόνο τα επόμενα βήματα της. Ένοιωθε πως είχε την ανάγκη να ηρεμήσει, να ξεκουραστεί, ενώ παράλληλα ήξερε πολύ καλά πως έπρεπε να δράσει γρήγορα. Είχε πολλές υποχρεώσεις όπως να βρει σπίτι, δουλειά, να αγοράσει ότι χρειάζονταν και άλλα για να φτιάξει την νέα της ζωή στην καινούρια της πόλη. Όσο ταξίδευε λοιπόν, τα έβαλε όλα σε τάξη στο μυαλό της και χωρίς να το καταλάβει η ώρα πέρασε πολύ εύκολα και πλέον είχε σχεδόν φτάσει.
     Μπαίνοντας στην πόλη και στο εμπορικότερο κομμάτι της, βρήκε μια θέση για το αυτοκίνητο και το πάρκαρε. Η ώρα ήταν ήδη οκτώ και έπρεπε να βρει ένα ξενοδοχείο για να διανυκτερεύσει. Πήρε την βαλίτσα της και ξεκίνησε μια μικρή βόλτα στην πόλη με τα πόδια. Περπατούσε αργά και χάζευε τριγύρω της, τα μαγαζιά και τους ανθρώπους, όπου πλάι τους και η ίδια ένιωθε ήρεμη. Κατευθύνθηκε προς το ποτάμι της πόλης και θαύμασε για μια ακόμη φορά την φυσική του ομορφιά. Λίγα μόλις μέτρα από της όχθες του ποταμού βρίσκονταν το ομώνυμο ξενοδοχείο «Λήθαιον». Αποφάσισε να περάσει εκεί την νύχτα της, οπότε περπάτησε μέχρι την είσοδό του και ακολούθησε την ίδια διαδικασία.
     Μπήκε σε ένα δωμάτιο που αυτή τη φορά δεν της θύμιζε τίποτα. Ήταν μικρό, αλλά ταυτόχρονα άνετο, ζεστό και καθαρό. Το μπαλκόνι έβλεπε στο ποτάμι και της χάριζε την υπέροχη θέα του. Άνοιξε την βαλίτσα της και έβγαλε από μέσα ότι της χρειάζονταν. Κουρασμένη από όλη την ημέρα, μπήκε στο μπάνιο, γέμισε την μπανιέρα με χλιαρό νερό και μπήκε μέσα. Το μπάνιο της ήταν ανακουφιστικό και ηρεμιστικό. Κατά την διάρκεια του εντυπωσιάστηκε με την απόλυτη χαλάρωση και ηρεμία που είχε. Από την στιγμή που έφυγε από την Αθήνα αυτά τα συναισθήματα την κατέκλυσαν  αλλά αυτό που της έκανε εντύπωση ήταν ότι όσο περνούσε η ώρα τόσο πιο χαλαρή αισθάνονταν. Σχεδόν δεν το πίστευε ότι ένας άνθρωπος θα μπορούσε να ήταν τόσο ήρεμος. Μάλλον δεν το είχε ξανανιώσει ποτέ της. Έμεινε ώρα έτσι, μέσα στο νερό απολαμβάνοντας την αίσθηση και βγαίνοντας πια ήταν σαν να είχε επέλθει η κάθαρση.
    Κάθισε στο μπαλκόνι του δωματίου μόνη της, χωρίς να σκέφτεται απολύτως τίποτα. Όλα είχαν πάρει τον δρόμο τους πλέον. Αγνάντευε την θέα και απλά της χαμογελούσε. Όντως αυτή η πόλη είχε κάτι το μαγικό, ακόμα και ο αέρας της ήταν τόσο διαφορετικός. Είχε δίκιο. Τον πίστευε και τότε, αλλά μόνο τώρα καταλάβαινε πραγματικά τα λόγια του και τις περιγραφές του. Ήταν κοντά του πλέον, τον είχε δίπλα της, τον ένιωθε πλάι της να χαζεύει και αυτός τη θέα. Ήρεμος, γαλήνιος, όπως πάντα. Με αυτήν την αίσθηση μετά από πολλή ώρα ξάπλωσε στο κρεβάτι της και κοιμήθηκε για άλλη μια φορά γαλήνια.

Τρίτη, 04/09/2012
     Χωρίς όνειρα αυτή τη φορά ξύπνησε το ίδιο ήρεμη κοιτάζοντας το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Καλημέρισε τον νέο της εαυτό και σηκώθηκε. Άνοιξε τα παράθυρα και ο καθαρός αέρας πλημμύρισε το δωμάτιο με μια μυρωδιά πρασίνου, φύσης. Η διάθεση της ήταν στα ύψη. Ντύθηκε και έφυγε από το ξενοδοχείο γρήγορα, είχε πολλά πράγματα να κάνει αλλά δεν ήταν καθόλου αγχωμένη. Φαίνεται πως την βοηθούσε το κλίμα της πόλης. Γύρω της κανείς δεν έτρεχε, σε κανενός το πρόσωπο δεν μπορούσες να διακρίνεις άγχος και βιασύνη, μόνο ανθρωπιά και χαμόγελο. Δεν ήταν επειδή δεν είχαν προβλήματα, φυσικά και είχαν, απλά ήξεραν να τα αντιμετωπίζουν πιο αισιόδοξα και πιο ευχάριστα. Χαμογέλασε και αυτή λοιπόν και ξεκίνησε τις δουλειές της.
     Πρώτη της στάση ήταν ένα περίπτερο. Τα τσιγάρα της, η εφημερίδα και το καινούριο νούμερο κινητού πήραν την δική τους θέση στην τσάντα της. Στη συνέχεια μπήκε σε ένα βιβλιοπωλείο, ζήτησε από τον υπάλληλο να την αφήσει να δακτυλογραφήσει ένα κείμενο στον υπολογιστή, έτσι ώστε να το εκτυπώσει μετά. Δεκάδες αντίγραφα της ίδιας αγγελίας έκαναν την εμφάνιση τους στον εκτυπωτή μετά από λίγο. Προμηθεύτηκε ότι άλλο χρειάζονταν και έφυγε χαμογελώντας και ευχαριστώντας τον εξυπηρετικότατο υπάλληλο. Συνέχισε την βόλτα της στην πόλη τοιχοκολλώντας την αγγελία της στα κεντρικότερα σημεία. Ο μήνας είχε ήδη μπει και γνώριζε πως το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνει ήταν να βρει δουλειά. Σύντομα, αν όχι ήδη οι γονείς θα έψαχναν δασκάλες για τα παιδιά τους και έπρεπε να προλάβει.
     Σχεδόν αμέσως και εύκολα εγκλιματίστηκε στην πόλη, η βόλτα την βοήθησε να εξερευνήσει σχεδόν όλο το κέντρο της. Γύρισε στο ξενοδοχείο μετά από ώρες, αρκετά κουρασμένη, αλλά δεν την ένοιαζε. Ενεργοποίησε το νέο της νούμερο στο κινητό και το άφησε ανοιχτό. Κάθισε ξανά στο μπαλκόνι της παρέα με την εφημερίδα και σημείωνε για πολλή ώρα ότι αγγελία σπιτιού ή δουλειάς την ενδιέφερε. Ήταν απίστευτο πόσο εύκολα πέρναγε η ώρα. Κάποια στιγμή κουράστηκε και σταματώντας κατάλαβε ότι πείναγε. Δεν θυμόταν καν από πότε είχε να φάει. Μάζεψε τα πράγματα της από το μπαλκόνι και έφυγε ξανά κατευθυνόμενη σε ένα όμορφο ταβερνάκι που είχε δει στον δρόμο της το πρωί.
     Αφού κάθισε και απήλαυσε το γεύμα της παρατηρώντας τους υπόλοιπους πελάτες γύρω της. Εντύπωση της έκανε η οικογένεια που ήταν στα δεξιά της. Ένα ζευγάρι με ένα πανέμορφο κοριτσάκι μόλις είχε τελειώσει το φαγητό του και συζητούσαν ήρεμα. Όχι ακριβώς ασυναίσθητα, η Ζωή άκουσε την συζήτηση τους. Η μικρή γκρίνιαζε στους γονείς της και εκείνοι προσπαθούσαν να την καθησυχάσουν. Το κύριο θέμα ήταν ότι η μικρή ανησυχούσε για το καινούριο της σχολείο. Η Ζωή δεν μπορούσε να σταματήσει να παρατηρεί το παιδί, όπως έκανε με όλα τα παιδιά. Τα αγαπούσε τόσο και άρπαζε κάθε ευκαιρία να τα μαθαίνει. Αυτή τη φορά όμως η μικρή το κατάλαβε. Την κοίταξε έντονα, σηκώθηκε από το τραπέζι της σε μια στιγμή που οι γονείς συζητούσαν μεταξύ τους, πήγε και στάθηκε μπροστά της και την κοίταξε στα μάτια με ένα εξερευνητικό βλέμμα για λίγα δευτερόλεπτα.
     «Θα τους πεις πως έχω δίκιο; Είσαι καλή κυρία το βλέπω, πες τους να μην με αλλάξουν σχολείο σε παρακαλώ. Δεν με νοιάζει για τους φίλου μου, δεν έχω έτσι και αλλιώς, αλλά δεν θέλω να αλλάξω δασκάλα» της είπε η μικρή με έναν τόνο αγωνίας στην φωνή της. Δίστασε να απαντήσει, τα έχασε για μια στιγμή και ταυτόχρονα η μαμά του κοριτσιού από το δίπλα τραπέζι την φώναξε να γυρίσει στην θέση της. Η Ζωή όσο έβλεπε το παιδί να φεύγει απογοητευμένο, ένιωθε όλο και πιο άσχημα.
     Σκέφτηκε για μερικά δευτερόλεπτα το συμβάν και έπειτα σηκώθηκε από την θέση της και πήγε δίπλα της.
«Καλησπέρα σας, ονομάζομαι Ζωή Δόση» απευθύνθηκε στους γονείς γεμάτη αυτοπεποίθηση.
«Γεια σας, συγνώμη για την μικρή, είναι λίγο αναστατωμένη που θα αλλάξει σχολείο, συγνώμη που σας διακόψαμε από το φαγητό σας.» αποκρίθηκε ο πατέρας.
«Αλίμονο, δεν με ενόχλησε καθόλου. Απλά δεν πρόλαβα να της απαντήσω. Μπορώ να κάτσω;» ρώτησε η Ζωή ευγενικά.
«Φυσικά, καθίστε παρέα μας, μήπως και της αλλάξετε εσείς γνώμη γιατί εμάς δεν μας ακούει.» απάντησε η μαμά ενώ ταυτόχρονα το κοριτσάκι σηκώθηκε, γεμάτη ελπίδα, της έφερε μια καρέκλα δίπλα της και την τράβηξε από το χέρι της αναγκάζοντας την να κάτσει. Η Ζωή της χαμογέλασε και της έπιασε και αυτή το χέρι.
«Γιατί μου είπες ότι είμαι καλή κυρία; Θέλω να πω από που το κατάλαβες;» την ρώτησε με στοργική και σταθερή φωνή.
«Γιατί τα μάτια σου είναι μπλε.  Όσοι έχουν μπλε μάτια είναι καλοί άνθρωποι. Και η κυρία Αλίκη μπλε μάτια έχει.» απάντησε το παιδί με έναν τόνο φυσικότητας και σιγουριάς.
«Η κυρία Αλίκη είναι η παλιά μας δασκάλα, βλέπεις Ζωή, αναγκαστήκαμε να μετακομίσουμε και έτσι η μικρή θα αλλάξει σχολείο. Φοβάται λοιπόν πως η καινούρια της δασκάλα δεν θα είναι τόσο καλή, γι’ αυτό δεν θέλει.» εξήγησε η μαμά.
Η Ζωή αφού έκανε ένα καταφατικό νεύμα στην μαμά, γύρισε στην μικρή έκπληκτη και αποκάλυψε το μεγάλο μυστικό της.
«Για κοίτα κάτι συμπτώσεις! Το ξέρεις πως και εγώ είμαι δασκάλα;»
«Είσαι και δασκάλα και έχεις και μπλε μάτια;»
«Ναι! Δεν έχουν όλες οι δασκάλες μπλε μάτια βέβαια..»
«Το ξέρω! Αλλά εσύ είσαι καλή! Το βλέπω!»
«Πως σε λένε μικρή μου;»
«Αναστασία. Μήπως δουλεύεις στο καινούριο μου σχολείο; Πες μου ναι σε παρακαλώ! Σε παρακαλώ!» ρώτησε το παιδί γεμάτο αγωνία.
«Λοιπόν Αναστασία μου, δυστυχώς όχι δεν δουλεύω στο καινούριο σου σχολείο, αλλά άκουσε με λίγο. Καταρχάς το ότι έχω μπλε μάτια δεν σημαίνει πως είμαι καλός άνθρωπος. Πρέπει να γνωρίσεις κάποιον πρώτα για να πεις κάτι τέτοιο για αυτόν. Τα μάτια δεν σημαίνουν τίποτα. Τι λες; Θες να με γνωρίσεις; Έχω να σου κάνω μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση!»
Το κοριτσάκι αν και στην αρχή φαίνονταν απογοητευμένο, στην συνέχεια φάνηκε να ενθουσιάστηκε. Γύρισε στους γονείς της και τους κοίταξε αναζητώντας την έγκριση τους και μόνο όταν εκείνοι της την δώσανε απάντησε θετικά στην Ζωή.
«Λοιπόν, η πρόταση μου είναι η εξής! Θα πας την άλλη βδομάδα στο καινούριο σου σχολείο και θα γνωρίσεις την νέα σου δασκάλα. Θα της δώσεις λίγο χρόνο όμως να την γνωρίσεις καλά! Αν δεν σου αρέσει και δεν τα καταλαβαίνεις όπως τα εξηγεί, θα με πάρεις τηλέφωνο, να έρθω σπίτι σου να στα εξηγήσω εγώ. Πως σου φαίνεται;»
«Εντάξει, θα προτιμούσα βέβαια να γίνεις φίλη μου έτσι και αλλιώς αλλά εντάξει, το δέχομαι!» απάντησε η Αναστασία χαρούμενη.
«Αλήθεια είσαι δασκάλα; Έτσι και αλλιώς χρειαζόμασταν μια κοπέλα για να την κρατάει και να την βοηθάει στα μαθήματα στο σπίτι. Βλέπεις δουλεύουμε και οι δύο πολλές ώρες και δεν τα προλαβαίνουμε όλα. Έχεις δουλεία;» ρώτησε η μαμά έκπληκτη.
«Όχι, αλλά δεν ήρθα εδώ να ζητήσω δουλειά. Απλά να βοηθήσω ήθελα. Δεν αρνούμαι βέβαια. Είμαι και εγώ καινούρια στην πόλη. Δεν μπορώ να σας υποσχεθώ ότι θα μπορώ να την κρατάω, δεν ξέρω ακόμα, αλλά σίγουρα μπορώ να της κάνω μαθήματα.»
     Ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που γνώρισε η Ζωή σε αυτήν την πόλη, ευχάριστοι και χαμογελαστοί κατέληξαν έπειτα από συζήτηση να αναλάβει την Αναστασία για αρχή και αν η μελλοντική δουλεία της απαιτούσε περισσότερο χρόνο, θα το συζητούσαν ξανά. Έτσι η Ζωή απέκτησε την πρώτη της μαθήτρια και φίλη και τους δύο πολύ καλούς γονείς της που θα την βοηθούσαν αργότερα σε ότι χρειαζόταν.

Σάββατο , 21/02/2004
     Ξύπνησε πρώτη μέσα στην αγκαλιά του, εκείνος στον ύπνο του την κράταγε σφιχτά και εκείνη ήταν αφημένη πάνω στα χέρια του. Γύρισε να τον κοιτάξει για άλλη μια φορά και στην κίνηση της αυτή τον ξύπνησε. Όταν τα βλέμματα τους συναντήθηκαν, δύο χαμόγελα εμφανίστηκαν στα πρόσωπά τους. Ο Άγγελος της χάιδεψε τα μαλλιά, που πλέον είχαν στεγνώσει και σχημάτιζαν μπούκλες και εκείνη τον κοίταγε χωρίς να μιλάει. Το άγγιγμα του θαρρείς και ήταν αγχολυτικό, δεν την άφηνε να σκεφτεί τίποτα. Εκείνος μη ξέροντας ποια είναι τα όρια και που μπορεί να φτάσει σηκώθηκε καθιστός στο κρεβάτι δείχνοντας την αμηχανία του. Η Ζωή σε αυτήν την κίνηση του ξάπλωσε δίπλα του, ενώ παράλληλα συνέχισε να τον κοιτάει χαμογελώντας στα μάτια, δίνοντας του το πράσινο φως. Ήξερε πολύ καλά ποια θα ήθελε να ήταν η επόμενη κίνηση του και την διεκδικούσε. Εκείνος όταν το κατάλαβε πλάγιασε δίπλα της και με μία κίνηση ξεσκέπασε και τους δύο τους.
     Το χέρι του άρχισε το ταξίδι στο κορμί της από το πρόσωπό της. Την χάιδευε με ελάχιστη επιφάνεια από το πίσω μέρος του χεριού του απαλά. Η Ζωή έκλεισε τα μάτια και απολάμβανε την αίσθηση όσο το χέρι του κατέβαινε στον λαιμό της, στο στήθος της και στην κοιλία της. Δεν κατέβηκε πιο κάτω, έμεινε αρκετή ώρα αγγίζοντας το δέρμα της και ύστερα σηκώθηκε από πάνω της και ακολούθησε την ίδια πορεία, αυτή τη φορά με τα χείλη του. Πρώτα σε όλο της το πρόσωπο, μετά στον λαιμό της και ύστερα στον κορμό της. Όσο πιο χαμηλά κατέβαινε, τόσο το σώμα της δονούνταν από κάτω του. Δεν θα της έκανε την χάρη τόσο γρήγορα όμως, με μία του κίνηση την γύρισε μπρούμυτα και εκείνη υπακούοντας τον αφέθηκε στις ορέξεις του. Οι ίδιες κινήσεις ακολούθησαν και στο πίσω μέρος του κορμιού της. Αυτή τη φορά ακουμπώντας την περισσότερο αλλά μόνο με τα χείλια του. Το φιλί του έφτασε παντού, σε κάθε εκατοστό της αργά και βασανιστικά. Ύστερα ξάπλωσε πάνω της, τα σώματα τους έγιναν ένα και τα χείλη του φίλαγαν το δεξί της αυτί.
«Καλή σου μέρα ξανθούλα!» της ψιθύρισε. Η μόνη απάντηση που υπήρξε ήταν ένα ήπιο βογκητό που βγήκε από το στόμα της αυθόρμητα.
«Όπως επιθυμείς λοιπόν!» συνέχισε ο Άγγελος και σηκώθηκε από πάνω της δίνοντάς της χώρο για να γυρίσει. Και εκείνη τον υπάκουσε. Γρήγορα βρέθηκε ανάμεσα στα πόδια της και το ταξίδι του συνεχίστηκε αυτή τη φορά μέσω της γλώσσας του σε πολύ αργούς ρυθμούς. Η Ζωή τον κοίταζε καθ’ όλη την διάρκεια και με το ένα της χέρι του χάιδευε τα μαλλιά. Οι κινήσεις του την έκαναν να διεγείρεται όλο και πιο πολύ, αλλά οι αργοί ρυθμοί του ενώ στην αρχή την κάλυπταν, στη συνέχεια δεν τους άντεχε. Το χέρι της απεγνωσμένα προσπαθούσε να του δώσει ρυθμό αλλά εκείνος δεν υπάκουε στο άγγιγμα της. Δεν θα της έκανε την χάρη ακόμα.
     Τράβηξε το χέρι της από το κεφάλι του, σηκώνοντας το κορμί του ξάπλωσε πάνω της και την κοίταξε στα μάτια. «Βιάζεσαι. Και εγώ έχω πολύ χρόνο μπροστά μου.» αποκρίθηκε απολαμβάνοντας την ένταση που μπορούσε να διακρίνει στα μάτια της. Τα χέρια της απλώθηκαν στους ώμους και την πλάτη του, όσο εκείνος λικνίζονταν ανάμεσα της και την φίλαγε έντονα στο στόμα. Τα βογκητά της όσο πήγαινε ακουγόντουσαν πιο συχνά, αλλά το ίδιο ήπια όπως την πρώτη φορά. Βασανίζονταν από τους αργούς του ρυθμούς, αλλά ταυτόχρονα της άρεσε αυτό το αργό βασανιστήριο. Ο Άγγελος ενώ ήθελε να την βασανίσει λίγο ακόμα, δεν άντεξε. Το σώμα του τον οδήγησε σχεδόν αυτόματα μέσα στο δικό της και στο άκουσμα ενός ακόμα βογκητού της, ανατρίχιασε και έκλεισε τα μάτια του απολαμβάνοντας την αίσθηση. Ακόμα περισσότερο απολάμβανε την αίσθηση των γυμνών σωμάτων τους που ακουμπούσαν το ένα το άλλο. Σύντομα την αισθάνθηκε ζεστή και ακόμα πιο γρήγορα αισθάνθηκε τις συσπάσεις όλου του κορμιού της από κάτω του. Την κοίταγε καθ’ όλη την διάρκεια, όλες οι αισθήσεις του είχαν οξυνθεί και πάνω από όλα η ακοή του. Οι αισθησιακοί ήχοι που έβγαιναν από το στόμα της τον έκαναν να θέλει να τελειώσει κάθε φορά. Κρατιόταν όμως όπως μπορούσε, ήθελε να το ζήσει όσο περισσότερο μπορούσε.
     Καθώς ο οργασμός της ήταν τόσο γρήγορος αλλά δυνατός, η Ζωή δεν τον άφησε να σταματήσει ούτε για μια στιγμή, αμέσως μετά άρχισε να λικνίζεται πάλι από κάτω του. Ήθελε να τον ξανανιώσει και αυτό του το χαμόγελο σε κάθε κίνηση του την έκανε να θέλει να πάρει τα ινία. Έτσι και έκανε, τον έσπρωξε από πάνω της και με μια κίνηση πήρε την θέση του. Ήταν σειρά της να τον ευχαριστήσει και να δώσει τον δικό της ρυθμό. Εκείνος ξαφνιάστηκε ευχάριστα από την κίνηση της, ξάπλωσε και τέντωσε τα χέρια του στην πλάτη και τον αυχένα της. Οι κινήσεις της στην αρχή ήταν αρχές, αλλά πάντα σχεδόν ξαπλωμένη πάνω του. Τα χέρια του στην μέση της δεν την άφηναν να σηκωθεί. Κατάλαβε πως του άρεσε να ακουμπάν τα σώματα τους και έτσι συνέχισε, απλά με τους δικούς της όρους. Πήρε τα χέρια του με το ένα της χέρι και τα τοποθέτησε πάνω από το κεφάλι του και ενώ τα κράταγε οι κινήσεις της έγιναν γρηγορότερες. Εκείνος δεν μπορούσε να την αγγίξει πλέον και αυτό τον είχε τρελάνει! Δεν μπορούσε πλέον να κρατηθεί και η στάση των σωμάτων τους δεν ήταν η κατάλληλη για να τελειώσει.
     «Δεν νομίζω να αντέξω άλλο.» της είπε. Εκείνη όμως δεν του απάντησε για άλλη μια φορά, συνέχιζε τις κινήσεις της όλο και πιο γρήγορα, παρασυρμένη από την αίσθηση, δεν την ένοιαζε τίποτα, είχε φτάσει για ακόμα μια φορά στο αποκορύφωμα των αισθήσεων.  «Όπως επιθυμείς!» της είπε ξανά και άρχισε και εκείνος να κουνάει το σώμα του από τους γοφούς του με τον ίδιο ρυθμό.
     Όταν άκουσε το βογκητό της να δυναμώνει, άρχισε το δικό του τρέμουλο και όταν ένιωσε τις συσπάσεις της για άλλη μια φορά, απελευθερώθηκε από τα δεσμά των χεριών της και την έσφιξε στην αγκαλιά του δυνατά. Τελείωσε μέσα της ταυτόχρονα με εκείνη, ενώ κοιταζόντουσαν στα μάτια και ακούγονταν μόνο οι ανάσες και τα βογκητά τους.

     Μετά από λίγα λεπτά, οι ανάσες τους είχαν ηρεμήσει αλλά τα σώμα τους ήταν ακόμα ενωμένα. Η Ζωή σήκωσε το κεφάλι της από το στήθος και τον κοίταξε. «Καλημέρα και σε εσένα!» του είπε χαμογελώντας και ξάπλωσε δίπλα του όσο αυτός την κοίταζε με ένα εξερευνητικό βλέμμα και άπλωνε τα χέρια του για να την αγκαλιάσει ξανά. 

***

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

"Μια ιστορία από τα περασμένα.. "

     Θυμάμαι όλα όσα λέγαμε, τότε, εκεί, συνήθως οι δύο μας, παρέα με το ούζο, την κιθάρα και τα τσιγάρα μας. Θυμάμαι και πιο παλιά που ακόμα ήμασταν πολλοί, γελώντας, πίνοντας και πειράζοντας ο ένας τον άλλον. Θυμάμαι τις ταινίες, τις εκδρομές, τα ανέκδοτα, τα μεθύσια. Μια παρέα που χάθηκε στο όνομα της ανάγκης. Διαφορετικές ανάγκες, διαφορετικά θέλω.. Οι δικοί μας δρόμοι δεν χάθηκαν όμως, συνεχίσαμε να προχωράμε παράλληλα. Πάντα ήσουν εκεί, πάντα δίπλα μου, όπως κανένας άλλος. Και πάντα ήμουν εκεί, προσπαθώντας να γεμίσω με αισιοδοξία τα όμορφα μάτια σου! Πόσο μπορεί να κρατήσει μια φιλία από απόσταση; Αν κρατήσει, πως και πόσο μπορεί να την αλλάξει; Ερωτήσεις που θα απαντήσει μόνο ο χρόνος. Το μόνο δεδομένο είναι το συναίσθημα. Και αυτό δεν θα αλλάξει!
     Δεν συγκρίνονται οι ηχογραφήσεις με το να σε έχω δίπλα μου και ακούω την φωνή σου και τις νότες σου, αλλά ας πάρουμε την δόση μας..

Σου έχω πει ποτέ πόσο σε αγαπώ;;;;

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Γαλάζιες παρομοιώσεις

Γαλάζιο, σαν την θάλασσα μου, συμβολίζει αλήθεια, ηρεμία, αρμονία..
Γαλάζιο, σαν τον ουρανό σου, συμβολίζει αθανασία, αγνότητα, ευσέβεια..
Γαλάζιο, σαν το κτήριο στο τέλος της ανηφόρας, συμβόλιζε καρτερία, ανυπομονησία..
Γαλάζιο, σαν τις σκέψεις μου, συμβολίζει την πίστη, την αφοσίωση, την σταθερότητα..
Γαλάζιο, σαν τα μάτια σου, συμβολίζει χαμόγελο, ελπίδα, έρωτα!

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

No 2

Δευτέρα, 03/09/2012

     Ταξίδευε ώρα, τα τοπία εναλλάσσονταν μεταξύ τους με γρήγορους ρυθμούς. Εκείνη οδηγούσε και σκέφτονταν τις ώρες που πέρασαν. Δεν ήταν λυπημένη ούτε αγχωμένη. Περισσότερο αγωνιούσε για το τι θα έρχονταν στην ζωή της από εδώ και πέρα. Γεννήθηκε μια ελπίδα μέσα της μετά από πάρα πολύ καιρό. Ένιωθε δυνατή και αισιόδοξη. Προσπαθούσε να διώχνει κάθε αρνητική σκέψη από το μυαλό της και να κάνει σχέδια για το μέλλον.
     Προορισμός της η όμορφη πόλη των Τρικάλων. Είχε κάνει πολλά ταξίδια στη ζωή της, αλλά στα Τρίκαλα είχε μείνει μόνο μια νύχτα τυχαία, αλλά όσα είχε προλάβει να δει την είχαν ενθουσιάσει. Καθώς ταξίδευε προσπαθούσε να φανταστεί πως θα είναι η πόλη την μέρα. Ήταν σίγουρη πως θα ήταν πανέμορφη, αυτός ήταν και ο πρώτος λόγος που αποφάσισε να πάει εκεί. Κάποιος της είχε μιλήσει για αυτή τη πόλη, την είχε περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια και με πολύ χαρακτηριστικά λόγια. Η Ζωή θυμόταν αυτή τη περιγραφή σαν να ήταν χθες, θυμόταν κάθε της λέξη.
     Αναπολώντας τα όμορφα αυτά λόγια στο μυαλό της, την κατέκλυσε ένα κύμα ρίγους και κούρασης. Το ρολόι έδειχνε ήδη μια το μεσημέρι. Θυμήθηκε πως δεν είχε κοιμηθεί καθόλου την προηγούμενη νύχτα. Ήθελε να φτάσει στα Τρίκαλα όσο πιο νωρίς γινόταν αλλά δεν μπορούσε να συνεχίζει να ταξιδεύει άυπνη. Η ένταση της ημέρας δεν την είχε αφήσει να νιώσει κούραση, αλλά τώρα που χαλάρωσε άρχιζε να νυστάζει. Είχε ήδη ταξιδέψει σχεδόν δυόμιση ώρες και είχε τουλάχιστον άλλη μιάμιση μπροστά της. Δεν θα τα έβγαζε πέρα, έτσι αποφάσισε να σταματήσει σε ένα ξενοδοχείο έξω από την Λαμία και να κοιμηθεί λίγο μέχρι να μπορέσει να συνεχίσει το ταξίδι της.
     Γνώριζε ήδη σε ποιο ξενοδοχείο θα πάει, χρειάζονταν ένα οικείο μέρος εκείνη τη στιγμή, χρειάζονταν να ξαναενώσει τα κομμάτια του πάζλ που την έφεραν σε αυτό το σημείο. Έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή, να βιώσει κάθε σημαντική στιγμή της ζωής της για να μην ξανακάνει τα ίδια λάθη και αυτό το ξενοδοχείο ήταν η κατάλληλη ευκαιρία. Το ξενοδοχείο «Bouca» ήταν ένα μικρό ξενοδοχείο κοντά στον σταθμό του ΚΤΕΛ Αθηνών – Λαμίας και λίγο πιο πάνω από την θάλασσα. Φτάνοντας απ’ έξω πάρκαρε, έβαλε μια αλλαξιά ρούχα από την βαλίτσα της στην τσάντα της και περπάτησε προς την είσοδο. Μπαίνοντας μέσα περιεργάστηκε τον χώρο, ο οποίος μπορεί να είχε ανακαινιστεί, αλλά τις θύμιζε πολλά.
     Μια φωνή την έβγαλε από τις αναμνήσεις της:
«Καλώς ήρθατε!», είπε η κοπέλα της Reception
Η Ζωή κινήθηκε αργά προς το μέρος της «Καλησπέρα, θα ήθελα ένα δωμάτιο για μερικές ώρες. Χρειάζομαι λίγο ύπνο για να συνεχίσω το ταξίδι μου.»
«Βεβαίως. Είστε μόνη σας;»
«Ναι, απλά θα ήθελα το δωμάτιο 16, αν είναι διαθέσιμο παρακαλώ».
«Μα αυτό είναι δίκλινο» αποκρίθηκε η κοπέλα με απορία.
«Το γνωρίζω» απάντησε η Ζωή αποφεύγοντας να την κοιτάξει στα μάτια.
«Καλώς, χρειάζομαι μόνο την ταυτότητα σας και επίσης να σας ενημερώσω πως έχει αρχίσει να σερβίρεται το μεσημεριανό, σε περίπτωση που θέλετε να φάτε».
«Όχι, ευχαριστώ πολύ. Ορίστε.» απάντησε η Ζωή δίνοντας την ταυτότητα. Ήξερε πως έπρεπε να φάει κάτι, αλλά δεν είχε αντοχές. Το μόνο που ήθελε ήταν να κοιμηθεί.
     Η κοπέλα αφού καταχώρησε την άφιξη της στον υπολογιστή, της έδωσε το κλειδί και την οδήγησε προς το δωμάτιο, της ευχήθηκε καλή ξεκούραση και έφυγε. Μπαίνοντας στο δωμάτιο η Ζωή αντίκρισε μια γνώριμη εικόνα και μερικές ακόμα αναμνήσεις της ήρθαν στο μυαλό. Χαμογέλασε κοιτώντας γύρω της. Άφησε την τσάντα της στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι, γδύθηκε και ξάπλωσε γυμνή στο κρεβάτι, σχεδόν όπως τότε. Καθώς την έπαιρνε ο ύπνος, οι αναμνήσεις έγιναν όνειρο.

***

Παρασκευή, 20/02/2004
     Πρόλαβε το λεωφορείο δύο λεπτά πριν αναχωρήσει για Αθήνα. Μπήκε μέσα βρεγμένη από την βροχή και λαχανιασμένη, ψάχνοντας να βρει την θέση της. Μετά από λίγη ώρα χαλάρωσε και σκέπτονταν όλα όσα είχαν συμβεί και τι την περίμενε στην Αθήνα. Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της χωρίς να το θέλει. Τα σκούπισε με τα χέρια της αλλά μάταια. Δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει. Ήταν πάντα πολύ δυνατή και σπάνια έκλαιγε αλλά αυτή τη φορά δεν μπορούσε να το ελέγξει. Ένιωθε τον πυρετό να ανεβαίνει, φοβόταν και δεν είχε άλλες αντοχές.
     Καθώς προσπαθούσε να ηρεμήσει και να σταματήσει το κλάμα, μια φωνή ακούστηκε από δίπλα της: «Νομίζω πως το χρειάζεσαι». Γύρισε και κοίταξε τον διπλανό της που της έδινε ένα χαρτομάντιλο. Του χαμογέλασε και τον ευχαρίστησε. «Έλα να κάτσεις δίπλα στο παράθυρο, θα σε βοηθήσει να ηρεμήσεις, θα δεις. Θα σε πάρει ο ύπνος και ούτε που θα καταλάβεις πότε θα φτάσουμε. Θα ξυπνήσεις και όλα θα είναι καλύτερα», της είπε με την ήρεμη και σταθερή φωνή του. Δέχτηκε την πρόταση του και καθώς άλλαζαν θέσεις τον ευχαρίστησε ξανά. Χαζεύοντας έξω από το παράθυρο χαλάρωσε και όντως ο ύπνος την πήρε πολύ εύκολα.
     Μετά από τέσσερις ώρες ξύπνησε από έναν δυνατό θόρυβο. Άνοιξε τα μάτια της με δυσκολία και άκουσε γύρω της φωνές. Ο πονοκέφαλος δεν την άφηνε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Κατάλαβε πως κάποιος την είχε αγκαλιάσει και προσπάθησε να γυρίσει να δει τι συμβαίνει. Η αγκαλιά έσφιξε από πίσω της και ένα χέρι χάιδεψε τα μαλλιά της. «Ηρέμησε, μην ταράζεσαι, δεν είναι τίποτα. Είμαστε έξω από την Λαμία. Ο καιρός χειροτέρεψε και η βροχή είναι πολύ δυνατή για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Το πιο πιθανό είναι να διανυκτερεύσουμε και να συνεχίσουμε όταν σταματήσει να βρέχει». Η φωνή ακούστηκε δίπλα στο αυτή της καθησυχαστική.
     Έκανε ότι της είπε, ηρέμησε, βολεύτηκε στην αγκαλιά του και συνέχισε τον ύπνο της. Μετά από λίγη ώρα η ίδια φωνή την ξύπνησε: «Λοιπόν ξανθούλα είναι ώρα να ξυπνήσεις, είμαστε έξω από ένα ξενοδοχείο, θα διανυκτερεύσουμε εδώ, είναι ευκαιρία να σου βάλουμε και ένα θερμόμετρο εσένα, γιατί ζεματάς». Σηκώθηκε με δυσκολία και κοίταξε τον άγνωστο. «Έχεις δίκιο, πρέπει να μου έχει ανέβει ο πυρετός. Κοιμόμουν τόσες ώρες πάνω σου; Γιατί δεν με ξύπνησες να πάω στην θέση μου;» τον ρώτησε. «Άκου τι λέει! Κοιμάται πάνω μου μια όμορφη και άρρωστη ξανθούλα και θα την ξυπνήσω; Να χάσω την ευκαιρία;», απάντησε καθώς σηκώνονταν από την θέση του και γελώντας της. Η Ζωή του χαμογέλασε και προσπάθησε να σηκωθεί για να τον ακολουθήσει. Οι δυνάμεις της όμως την εγκατέλειψαν. Λιποθυμώντας έπεσε ξανά στην θέση της.
     Ο Άγγελος χωρίς να χάσει στιγμή την πήρε στα χέρια του και την κατέβασε από το λεωφορείο. Περπάτησε μέχρι την είσοδο του ξενοδοχείου και την ακούμπησε προσεκτικά στον καναπέ που βρίσκονταν λίγο πιο δίπλα. «Ας φέρει κάποιος νερό και αντιπυρετικά παρακαλώ, η κοπέλα ψήνεται στον πυρετό.» φώναξε ανήσυχος. Μερικά άτομα κινήθηκαν προς το μέρος τους, ένας ηλικιωμένος του έδωσε νερό και παυσίπονα και μια κυρία που δούλευε στο ξενοδοχείο έφερε ότι χρειάζονταν και άρχισε να τοποθετεί κομπρέσες στο κεφάλι της. Μετά από λίγα λεπτά η Ζωή άρχισε να συνέρχεται αλλά εξακολουθούσε να είναι εξαντλημένη. Άνοιξε τα μάτια της, κοίταξε τον κόσμο γύρω της και προσπάθησε να βρει μια οικεία φυσιογνωμία. Της ήταν δύσκολο να καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί, δεν θυμόταν ούτε που ήταν, ούτε ποιοι ήταν όλοι αυτοί τριγύρω. Είχε αρχίσει να ανησυχεί και να ταράζεται όταν η οικία φωνή ακούστηκε ξανά.
«Είμαι εγώ εδώ, μην φοβάσαι τίποτα, έχεις πυρετό, θα σε πάω στο δωμάτιο σου. Αύριο θα είσαι περδίκι».
     Ένα κύμα ηρεμίας και αισιοδοξίας την κατέκλυσε, άρχισε να θυμάται που ήταν και ενώ έπρεπε να συνεχίσει να ανησυχεί εκείνη ένιωθε παραδόξως ατάραχη. Σηκώθηκε καθιστή, κοίταξε τους συνταξιδιώτες της τριγύρω και ψέλλισε ένα ευχαριστώ. Ο Άγγελος ήταν συνεχώς δίπλα της μέχρι που μπήκαν στο δωμάτιο. Καθώς τακτοποιούσε τα πράγματα τους η Ζωή παρατηρούσε κάθε του κίνηση. Αισθάνονταν οικία με αυτόν τον άνθρωπο, δεν ήξερε γιατί, αλλά ήταν απόλυτα ήρεμη δίπλα του. Εκείνος πάλι ένιωθε αγχωμένος. Ανησυχούσε για εκείνη και όχι μόνο για τον πυρετό που την ταλαιπωρούσε.
«Λοιπόν ξανθούλα, εγώ είμαι ο Άγγελος. Πως μπορώ να σε βοηθήσω;»
«Εγώ είμαι η Ζωή. Ήδη βοήθησες Άγγελε, δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο, θα με βοηθήσουν τα αντιπυρετικά και ο ύπνος.» χαμογελώντας του κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα της.
«Φαίνεσαι αδύναμη, ένα μπάνιο θα έριχνε τον πυρετό. Τι λες; Έχεις κουράγιο; Ανησυχώ για εσένα.»
«Ναι θα κάνω ένα μπάνιο. Κοιμήσου εδώ, έτσι και αλλιώς είμαστε πολλοί και το ξενοδοχείο είναι μικρό.»
     Την βοήθησε να σηκωθεί και την συνόδευσε στο μπάνιο και της άφησε την πετσέτα κοντά της. Πάω κάτω να πάρω κανένα ακόμα αντιπυρετικό, μήπως το χρειαστείς αργότερα. "Θα σου φέρω και κάτι να φας. Κάνε το μπάνιο σου και σε λίγο θα είμαι πίσω."
     Στο ξενοδοχείο επικρατούσε ένας πανικός, γιατί ο κόσμος ήταν πολύς για τα δεδομένα του. Αυτόν όμως δεν τον ένοιαζε τίποτα, προσπαθούσε να κάνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να ανέβει ξανά στο δωμάτιο. Για καλή του τύχη το προσωπικό τον εξυπηρέτησε όσο καλύτερα μπορούσε. Ταυτόχρονα η Ζωή δεν είχε άλλες αντοχές, έκανε το μπάνιο της όσο πιο γρήγορα μπορούσε, βγήκε, τύλιξε μια πετσέτα στο κεφάλι της και άλλη μια στο σώμα της και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Κατάλαβε πως η βαλίτσα της πρέπει να ήταν ακόμα στο λεωφορείο, άρα έπρεπε να φορέσει τα ρούχα που φόραγε και πριν. Δεν πρόλαβε όμως. Ο ύπνος την πήρε χωρίς να το καταλάβει.
     Ο Άγγελος μπήκε στο δωμάτιο και την είδε να κοιμάται ήρεμη. Άφησε τα παυσίπονα και ένα μπουκαλάκι νερό στο κομοδίνο δίπλα της. Έβγαλε τις πετσέτες προσεκτικά, για να μην την ξυπνήσει από το σώμα της και έβαλε μια στεγνή κάτω από το κεφάλι της. Κάποια στιγμή έπιασε τον εαυτό του να χαζεύει το γυμνό της κορμί. Η θέα τον συντάραξε, ένιωσε όλο του το σώμα να διεγείρεται. Όσο η ματιά του χάιδευε  το σώμα της, τόσο η επιθυμία να την αγγίξει μεγάλωνε μέσα του. Ένιωσε άσχημα, ντράπηκε και την σκέπασε με την κουβέρτα που βρίσκονταν πάνω στο κρεβάτι. Έσκυψε στο μέτωπό της για να ελέγξει τον πυρετό. Η θερμοκρασία της έπρεπε να ήταν περίπου η ίδια, αλλά δεν ανησύχησε, σε λίγο θα έκαναν δράση τα αντιπυρετικά. Έσβησε τα φώτα και ξάπλωσε δίπλα της, σκεπάστηκε και προσπάθησε να κοιμηθεί. Όσο εύκολα πήρε ο ύπνος την Ζωή, τόσο δυσκολεύτηκε με τον Άγγελο. Ένιωθε το κορμί του να καίει, εικόνες περνούσαν από μπροστά του, φαντασιώσεις και δεν τον άφηναν να κοιμηθεί. Σκέφτηκε πως ίσως έπρεπε να αλλάξει δωμάτιο, αλλά δεν ήθελε να φύγει από δίπλα της στιγμή. Όταν μετά από ώρα κοιμήθηκε, τα όνειρα του ήταν το ίδιο έντονα με τις φαντασιώσεις του. Το σώμα του δεν ηρέμησε ούτε λεπτό.
     Ξύπνησε νωρίς το πρωί ακούγοντας το τηλέφωνο να χτυπάει. Τεντώθηκε να το σηκώσει γρήγορα για να μην ξυπνήσει την Ζωή και στην προσπάθεια του αυτή ακούμπησε το γυμνό της κορμί. Η στύση του μεγάλωσε απότομα. Ντράπηκε ξανά και απομακρύνθηκε. Από το τηλέφωνο τον ειδοποίησαν πως το λεωφορείο σε λίγη ώρα θα ήταν έτοιμο να συνεχίσει το ταξίδι του. Κοίταξε το ρολόι του, η ώρα ήταν έξι. Ένωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι του, έπρεπε να την ξυπνήσει. Δεν ήθελε, αυτό που ήθελε ήταν να σταματήσει ο χρόνος εκεί, να συνεχίσει να κοιμάται πλάι της. Πράγμα ουτοπικό.
     «Ξανθούλα, πρέπει να ξυπνήσεις, είναι ώρα να φύγουμε», της ψιθύρισε χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. Εκείνη άνοιξε τα μάτια της, συνειδητοποίησε πως αισθανόταν πολύ καλύτερα από την προηγούμενη νύχτα. Της πήρε λίγη ώρα να θυμηθεί τι είχε γίνει και που ήταν. Γύρισε και τον κοίταξε, οι ματιές τους συναντήθηκαν και χωρίς δεύτερη σκέψη αποφάσισε να κάνει την επιθυμία του πραγματικότητα, χωρίς να το ξέρει. «Δεν θέλω να φύγω. Φτάνοντας στην Αθήνα έχω να αντιμετωπίσω μια πολύ δύσκολη κατάσταση και δεν είμαι έτοιμη ακόμα. Θα μείνω.»
     Το σώμα του άρχισε να τρέμει, ένιωθε αμηχανία, δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Δεν της απάντησε. Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. Έπλυνε το πρόσωπο του σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει. Έμεινε λίγη ώρα εκεί, κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέπτη. Όταν βγήκε από το μπάνιο εκείνη ήδη κοιμόταν. Κοίταξε το λευκό της πανέμορφο πρόσωπο και τα χρυσά της μαλλιά. Θα έμενε μαζί της. Βγήκε από το δωμάτιο, κατέβηκε γρήγορα στο ισόγειο, βγήκε στην αυλή και κατευθύνθηκε προς τον οδηγό του λεωφορείου. «Μπορώ να πάρω τα πράγματα μου και τα πράγματα της άρρωστης κοπέλας; Δεν μπορούμε να φύγουμε ακόμη.» τον ρώτησε αποφασισμένος. Μετά από λίγη ώρα, ο Άγγελος άφηνε τις βαλίτσες τους δίπλα στην πόρτα του δωματίου. Έβγαλε όλα τα ρούχα του και ξάπλωσε γυμνός δίπλα της. Εκείνη ξύπνησε, τον κοίταξε και κούρνιασε στην αγκαλιά του λέγοντας του «Ευχαριστώ». Εκείνος χαμογέλασε, άπλωσε το ένα χέρι του κάτω από το κεφάλι της και με το άλλο έπιασε το χέρι της που βρίσκονταν πάνω στο στήθος του.


***





Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Ανάσα

Παίρνεις μια ανάσα και βήμα με το βήμα προχωράς, ελπίζεις.
Εμπόδια εμφανίζονται στον δρόμο σου, ξανά παίρνεις ανάσα και συνεχίζεις.
Τα παραβλέπεις, αλλά αυτά εμφανίζονται ξανά, επίμονα, σαν κάτι να θέλουν.
Δεν τα παραβλέπεις αυτή τη φορά, τα ακούς, προσπαθείς να τα λύσεις και συνεχίζεις, γιατί πιστεύεις.
Πιστεύεις σε εσένα, στην δύναμή σου.
Αργά ή γρήγορα κουράζεσαι, κάνεις υπομονή όμως και συνεχίζεις ξανά με μια ανάσα, γιατί εξακολουθείς να πιστεύεις.
Πιστεύεις στην αισιοδοξία που είχες τόσα χρόνια, στην τύχη.
Αυτή τη φορά η τύχη δεν είναι με το μέρος σου όμως.
Το καταλαβαίνεις, το προσπερνάς και αυτό και προχωράς, όχι όπως ήθελες ή όπως είχες σχεδιάσει, αλλά προχωράς γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.
Και κουράζεσαι ξανά, η δύναμη σου εξαντλείται, η αισιοδοξία χάνεται και μαζί της τα όνειρα, η ελπίδα.
Συνεχίζεις με άλλα δεδομένα, αλλά δεν σου αρέσουν, δεν περνάς καλά, απογοητεύεσαι.
Εξακολουθείς να προχωράς απογοητευμένος..
Ως πότε;

Κάπου εδώ κατεβάζεις ρολά, γιατί κανείς δεν θέλει να αποδιοργανώνεται ο κόσμος του..

Οπτική γωνία

     Σύμφωνα με την γνώμη ενός πολύ καλού φίλου, εντυπωσιάζομαι πολύ συχνά και συνήθως με άσχετα πράγματα. Χαρακτηριστικό μου, που έχει γίνει αστείο της παρέας λοιπόν και που το χαίρομαι πολύ!! Μέσα στα τόσα λοιπόν, τελευταία ενθουσιάστηκα με τις τόσες διαφορετικές απόψεις που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ των ανθρώπων για ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Είναι εντυπωσιακό το πόσο διαφορετικά μπορεί να αντιληφθεί κάποιος ένα γεγονός για παράδειγμα, από κάποιον άλλον. Άλλο τόσο ενδιαφέρον είναι να ακούς αυτές τις διαφορετικές απόψεις και να τις εξετάζεις. Θεωρώντας τον εαυτό μου έναν "πρώην απόλυτο άνθρωπο" λοιπόν, χαίρομαι πάρα πολύ που πλέον καταλαβαίνω την αξία της διαφορετικότητας. Είναι εντυπωσιακά τα παιχνίδια που σκαρώνει το μυαλό μας! Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το πόσο μπορούν να σε βοηθήσουν κάποιες φορές!!!

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Ακούσια..

     Είναι μερικές φορές που τα πράγματα έρχονται όχι απλά άσχημα, αλλά εντελώς αντίθετα από ότι είχες προβλέψει. Παντού εμπόδια.. Όσο και αν θέλεις να ΤΟ κάνεις, απλά δεν μπορείς. Πέρασαν προ πολλού οι εποχές του "Δεν υπάρχει δεν μπορώ, μόνο δεν θέλω." Και να θέλεις πλέον, δεν μπορείς. ΤΟ προσπαθείς βέβαια, ΤΟ τραβάς από τα μαλλιά, ανακαλύπτεις τρόπους, μέσα, στερείσαι απολαύσεις, αγχώνεσαι και άλλα τόσα... για να ΤΟ έχεις όσο πιο πολύ μπορείς. Και δεν σκέφτεσαι το μέλλον, γιατί ξέρεις πως ΑΥΤΟ που έχεις τώρα σου ΦΤΑΝΕΙ, ακόμα και αν έχει ημερομηνία λήξης. Θυσιάζεις ένα ολόκληρο χρονικό διάστημα για να περάσεις ένα πολύ μικρότερο ΥΠΕΡΟΧΑ. Φτάνει άραγε; Για μένα τόσους μήνες έφτανε.
     Όταν έρχεται η στιγμή που δεν έχεις την δυνατότητα να τα κάνεις όλα αυτά όμως; Τότε τι; Που πήγε το "Η αγάπη όλα τα μπορεί και όλα τα υπομένει;" Στο διάολο μάλλον... γιατί όταν ζεις στην Ελλάδα το 2013 πολλά πράγματα πάνε στον διάολο, δουλείες, σχέσεις, αγάπες, ψυχές. Ε κάπως έτσι θα γίνει και σε αυτήν την περίπτωση όπως έγινε και με τόσες άλλες, αργά ή γρήγορα θα παρθεί μια απόφαση και όλα θα τελειώσουν. Ακούσια απόφαση! Όσο και αν δεν τη θέλεις, πιθανόν να στεναχωριέσαι, να πονάς για αυτήν, αλλά δεν έχει σημασία, δεν έχεις επιλογή. Και αν είναι χειρότερα μετά; Και αν μας δοθεί μια ευκαιρία μετά από λίγο; Μήπως πρέπει να κάνουμε λίγο ακόμα υπομονή; Αν καλυτερεύσουν τα πράγματα; Αν δεν αντέξω; Αναπάντητες ερωτήσεις που μόνο ο χρόνος θα τις απαντήσει, αλλά μέχρι τότε δυστυχώς τα πράγματα θα έχουν χαθεί. Η μόνη ελπίδα αυτή η τεράστια ανθρώπινη δύναμη που κάπου άκουσα ότι μπορεί να κάνει τα πάντα λέει.. Μάλλον εγώ δεν είμαι άνθρωπός, και δεν μπορώ να ζήσω όπως θέλω, μόνο να παίρνω ακούσιες αποφάσεις μπορώ. Αν μπορώ να τις πάρω και αυτές και δεν αφήσω τα πράγματα στην τύχη τους για άλλη μια φορά..


Μετά από αυτά φιλαράκι, άντε πήγαινε κάνε ξανά άλλη μια προσπάθεια για ύπνο!

Και που ξέρεις, μπορεί στα όνειρα σου να βρεθείς εκεί που θες..